United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκουλαρήκια περίλαμπρα και μεγάλα· αρμαθιές μαργαριτάρια και διαμάντια κρεμασμένα κι από τα δυο τα μηλίγγια, που κατέβαιναν ως τα μάγουλα και λαμποκοπούσανε· στήθια και πλάτες ολομέταξη και διάφανη σκέπη· μέση περιζωσμένη με χρυσοκόλλητη και μαργαριτοσκέπαστη ζώνη· πέδιλα στα πόδια μεταξένια ή βυσσινιά χρυσοξόμπλιαστα.

Και ο μεν Νεοπτόλεμος στέκεται απέναντι εις το άγαλμα και προσεύχεται, οι δε ωπλισμένοι με τα κοφτερά σπαθιά κρυφά κτυπούν τον δυστυχισμένου Νεοπτόλεμον. Εκείνος υποχωρεί, διότι δεν ήτο δυνατά κτυπημένος, αρπάζει τα όπλα που ήσαν κρεμασμένα εις τον τοίχον, και στέκεται εις τον βωμόν, γρήγορα ωπλισμένος πλέον.

Αυτή η βασιλοπούλα είχε το πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της είχε μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον γνέμα, και εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων χρωμάτων· το φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την εσκέπαζεν από τις πλάτες έως τους πόδας.

Άρχισα να τα βλέπω πάλι τα ταπεινά γνωρίσματα της Σκλαβιάς, το αιώνιο, το χαμηλόβλεπο σκύψιμο, τις μαριόλικες τις ματιές, τα χέρια τα κρεμασμένα, μα όχι και πάντα ήσυχα, όχι πάντα ακαμάτικα, γιατί κι από δουλειά ξέρουν, και της γλώσσας τη δουλειά κάμνουν, όταν αυτή όρεξη ή και θάρρος δεν έχει λέξη να ξεστομίση.

Κι όταν έπιασαν στη στεριά κι αράξανε, δεν έκαναν κανένα κακό, παρά αρχίσανε λογής-λογής διασκέδασες· πότε μ' αγκίστρια κρεμασμένα από καλάμια με ψιλή πετονιά ψάρευαν πετρόψαρα από χαμηλό βράχο· πότε με σκυλιά και με δίκτυα πιάνανε λαγούς που έφευγαν από τ' αμπέλια εξ αιτίας του θόρυβου.

Μέσα στο μεσανό κοντάρι της σκηνής φαίνουνταν κρεμασμένα τα τουφέκια, τα σακκίδια κι οι καραβάνες, η μεγάλη τσίτσα του κυρ λοχία με το κρασί, οι σιδεροχάρτινοι σκοποί είταν ριγμένοι σε μιαν άκρη, η φωτιά πύρονε τα κορμιά κι η γύμνια της μεγάλης σκηνής απλόνουνταν μισοφωτισμένη στο βάθος. Νύχτα βαθύτατη, νύχτα της μοναξιάς, της ράχης.

Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε: — Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος!

Και τα παιδιά της τάμοιρα εκλαίγανε κ' εκείνα στους πέπλους της μητέρας τους με πόνο κρεμασμένα. Εκείνη στην αγκάλη της τάσφιγγε με λαχτάρα και πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε τάλλο. Μα κι' όλοι οι υπηρέται της, που έχει στο παλάτι, έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τους και για την μαύρη μοίρα της.

Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος, με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού.

Και οι κοιλαράδες μπακάληδες, ξαπλωμένοι με την άσπρη ποδιά τους κ' οι τσαρουχάδες μέσα από τα κρεμασμένα σαν κομβολόγι κόκκινα τσαρούχια των μαγαζιών τους, κι ένας καθαρώτατος κουρεύς που παίζει σκάκι μ' έναν Άδωνιν δημοδιδάσκαλον, κι οι φοιτηταί, μια εξαμηνία αξυράφιστοι, που παίζουν στον ήλιο το κ ι ά μ ο τους κι ακούς άξαφνα κάτι αγριοφωνές!