United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα στο μεσανό κοντάρι της σκηνής φαίνουνταν κρεμασμένα τα τουφέκια, τα σακκίδια κι οι καραβάνες, η μεγάλη τσίτσα του κυρ λοχία με το κρασί, οι σιδεροχάρτινοι σκοποί είταν ριγμένοι σε μιαν άκρη, η φωτιά πύρονε τα κορμιά κι η γύμνια της μεγάλης σκηνής απλόνουνταν μισοφωτισμένη στο βάθος. Νύχτα βαθύτατη, νύχτα της μοναξιάς, της ράχης.

Κι ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, φωτισμένος από τη λίγη λάμψη της φωτιάς πόσβυνε ολοένα, σήκωσε τη τσίτσα κι έπιε μια φορά ακόμα στην υγειά του πολέμου. — Και τόρα το σ ι ω π η τ ή ρ ι ο σα να πούμε, και καλή νύχτα σας, μπρε όρνια!...

Καλή ψυχή, πατέρα. — Όλα είν' υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι Και το καϋμένο το κρασί όλα τα θεμελιώνει, — Βύζαξε ακόμα μια βολά. — Ε, 'ς την υγειά σας πάλι Και να μας ζήση ο τσέλιγγας ν' αξαίνουν η κοπές του. Α! η γέρικ' η ψυχούλα μου μπροστέλεψε μια ψίχα, Όλο κι' αναθερμαίνουμαι. — Βύζα την τσίτσα, βύζα. — Τι χιόνια τώρ' απανωτά να στοίβασε ο χειμώναςτα ξάρημά μας τα βουνά!

Η ηλιοκαμένη όψη του ανατρίχιασε, και τα λόγια του λεβέντη βρήκαν αντίλαλο μακρινό και γλυκύτατο στη ψυχή του. Σήκωσε τη τσίτσα και τράβηξε κρασί, σα νάπινε στην υγειά και στην ενθύμηση του πολέμου. Ύστερα σα να συλλουγίζουνταν πως είταν νύχτα ακόμα, είπε: — Θα σας που, ορέ παιδιά, για τον πόλεμο.