United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τραβάω λίγο «αρόδου» και του λέω κ' εγώ: Σαν καταλείς εσύ, παπά μου, γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, εγώ θα καταλύσω τράγο τη Μεγάλη Παρασκευή...» Σήκωσε το ραβδί του να με χτυπήση, παπάς άνθρωπος.

Κι έπειτα ο καιρός ήταν φοβερός και δεν μετακινήθηκε από τον τόπο του. Έβηχε, και ένας χαμάλης του έφερνε πότε πότε λίγο ζεστό γάλα. Τι καιρός ήταν; Τι καιρόςεπανέλαβε ο Τζατσίντο και σήκωσε το κεφάλι για να δει γύρω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι η νύχτα ήταν όμορφη.

Στην αρχή, μόλις μπήκε ο ντον Πρέντου, πλησίασε τον Έφις και τον κοίταξε από ψηλά. «Πώς πάει; Καλά, μου φαίνεται. Έλα να σηκωθούμε, άντε!» Ο Έφις σήκωσε τα αδιάφορα, βαθουλωμένα μάτια του και, μόλις ο ντον Πρέντου έσκυψε να τον αγγίξει, άπλωσε το χέρι σαν να ήθελε να σπρώξει το δυνατό κορμί που άγγιζε το δικό του που βρισκόταν σε διάλυση. «Φύγετε, φύγετε…»

Το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε ως τη γη, το ξανασήκωσε, το έκανε να γελάει, το έφερε έξω σφίγγοντάς το δυνατά στο στήθος της. Ο Τζατσίντο κάθισε έξω έχοντας ανοιχτά τα πόδια και ταλαντεύοντας τα χέρια του ανάμεσά τους, ενώ άκουγε την Καλίνα που τον προσκαλούσε να φάει μαζί της κουκιά μαγειρεμένα με γάλα.

Ωχ! καϋμένε! μουρμούρισε ο Γιαννιός. Είσαι μικρός ακόμα και δεν ξέρεις τον κόσμο. Εδώ ξεχνάνε οι ζωντανοί και τους πεθαμμένους γυρεύεις; Δε στρήβεις το καντούνι να τηνέ ιδής! Στο παραθύρι κάθεται και... «μήλο καθαρίζει», που λέει και το τραγούδι. Ο Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του και τάδειασε ως τον πάτο. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Και τι με τούτο; είπε.

Έπεσαν οι φίλοι απάνω τους κι από παρακεί κάτι άλλοι στρατιωτικοί-πούχανε δικό τους γλέντι ταχτικό σ’ αυτήν την ταβέρνα με κάτι τραγουδάκια πούφτειανε ο ένας τους, «το σκαπανάκι» με τόνο μι, κ' έβαζε τους άλλους και του τα τραγουδούσαν. . έπιασαν το Μίμη τέσσαρες άντρες και τον πήγαν έξω, γιατί έκανε φόβο αυτουνού ο θυμός, καθώς πάντα... Σα γύρισε σπίτι ο Νίκος, τη νύχτα, ήτον ξεμέθυστος· μα καθώς έκανε να του μιλήση η Λιόλια, έτσι για το τίποτα, σήκωσε το χέρι του και της έφερε μια γροθιά τανάμεσα στις πλάτες που σωριάστηκε χάμω, μιαν οργυιά μακριά, και γόγγυξε χωρίς να μπορή να πάρη αναπνοή για πολλήν ώρα Ήτον κι αυτή μια απ’ τις ματιές που έρριχνε το φεγγάρι της ζωής απ' της ψυχής της το συννεφιασμένον ουρανό.

Σαν γυρίσης ζωντανός, η βασιλοπούλα θα γίνη δική σου. Το βασιλόπουλο γύρισε και κύτταξε τα ματωμένα του ποδάρια και τα κουρελιασμένα του ρούχα, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κύτταξε το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην κορφή του ψηλού βουνού. Και το πήρανε τα κλάματα. — Αλλοίμονο! είπε. Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Θα καθήσω εδώ να ξεψυχήσω.

Η Μαρία δε σήκωσε πια τα μάτια της να ιδή καμμιάν ομορφιά του κόσμου. Τώρα έβλεπε με τα μάτια του Πέτρου. Κ’ έβλεπε τις ομορφιές που κανένα μάτι δεν τις βλέπει.... Ήτανε οι δυο αγαπημένοι στον ανθισμένο κάμπο. Απάνω τους ήταν ο Ήλιος, γύρω τους η Άνοιξη και κάτω απ' τα πόδια τους η Θάλασσα.

Έτσι κ' εκείνος ο αλαφρόμυαλος ο αρχαιολόγος μου σήκωσε κεφάλι τις προάλλες. Μα εγώ τούσπασα την κούτρα. Του πήρα πίσω κ' εκείνο που είχε. Και δεν του τόδωκα παρά σα θέλησα εγώ... Ίδια θα σ' το κάνω και σένα, ορέ, και ξέρε το. . . — Εγώ, αφέντη μ', δε σου σήκωσα κεφάλι. Μπορεί το μερμήγκι να τα βάλη με το λιοντάρι; Εκείνος ναι· και καλά τούκαμες.

Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά. — Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει! Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε. Η φωνή του έτρεμε.