United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι ικανοποιήθηκε η Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμοφο και χάηδεψε τα κατσικάκια, που μούλοναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλλάκια στη φωλιά.

Ο μεγαλόσωμος γιατρός, φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, σηκώθηκε. — Ε! τι έχει το παιδί σου γερόντισσα; — Μην τα ρωτάς, κυρ γιατρέ. Ένα μήνα τόρα άλαλο, από κάψα σε κάψα. Αχ! παιδάκι μου... Και σήκωσε το παλιοχράμι, ξεσκέπασε το παιδί της από το κεφάλι ως τα πόδια.

Ο νέος ο κυνηγός δεν άκουσε τα δυο της τα χείλια, μόνο άκουσε τα δυο της τα ματάκια κ' έπεσε στην αγκαλιά της. Χίλια χρόνια βάσταξε το αγκάλιασμά τους και τα φιλιά τους άλλα τόσα. Και σα σήκωσε το κεφάλι του ο κυνηγός απ' τα γλυκά της στήθια, έβγαλε από μέσα απ' την τσάντα του μια τραχηλιά με μαργαριτάρια και την πέρασε στον άσπρο της λαιμό. Η βοσκοπούλα ξαφνιάστηκε.

Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• «Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις• τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια, των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη• 150 και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα, κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος, κάτωτα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ, κ' εμπρόςτα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα».

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ' εκεί 'ςτο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Τότε έσυρε τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη, κι' έκανε αρχή απ' του γουρουνιού τις τρίχες· και το Δία περικαλώντας σήκωσε τα χέρια, κι' όλοι οι άλλοι 255 στάθηκαν ήσυχοι εκειπά και σιωπηλά αγροικούσαν.

Η ψυχή του και η καρδία του ήσαν αλλού και εις τον κόσμον τίποτε άλλο δι' αυτόν δεν υπήρχεν ειμή η αγνή Λίγεια. Την απώθησε και της είπε: — Όποια και αν είσαι, αγαπώ άλλην και δεν σε θέλω. Αλλ' εκείνη κλίνουσα προς αυτόν την κεφαλήν είπε: — Σήκωσε τον πέπλον μου . . .

Μα εσύ πήγαινε κοντά· κι όταν σιμώσης σήκωσε το πουγγί· κι αφού το πάρης δόσε το. Θα σου είναι αρκετό να μη φανής τώρα φτωχός· κι αργότερα θα γίνης και πλούσιος.

Ο παραγυιός ο Ευθύμης, ένα παιδί δεκάξη χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του. Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλεβε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψη. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του.

Η γριά σήκωσε εκνευρισμένη το κεφάλι και ο λαιμός της, όλο νεύρα, φάνηκε να μακραίνει περισσότερο από το συνηθισμένο. «Και μήπως στο σπίτι μου έρχεται για ερωτοδουλειές; Όχι, είναι τίμιο παλικάρι. Ούτε το χέρι δεν αγγίζει της Γκριζέντα. Αγαπιούνται σαν καλοί χριστιανοί που περιμένουν να παντρευτούν. Μίλησέ μου με τη συνείδησή σου, Έφις, τι σκοπό έχει; Κάνε μου αυτή τη χάρη.