United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σηκώθηκε ένα κιρκινέζι, ή καμιά κουκουβάγια, και φτερούγισε στα σκοτεινά κ' έφυγε από μια τρύπα· ένα σταχτί φτερό έπεσε κοντά μου. Ένα σκυλί, ή ήταν τσακάλι; ή αλεπού; τρόμαξε και βγήκε σιωπηλά από μια τρύπα, έξω στο φως, και χάθηκε στα χαμόκλαδα. Ανατρίχιασα.

Το σκότος πυκνόν και αδιαχώρητον έπιπτεν επ' αυτών και τα επολιόρκει πανταχόθεν· τα παιδία εντός αυτού ούτε τον δάκτυλόν των δεν ηδύναντο να διακρίνουν· εβάδιζον σιωπηλά, μήπως τρομάξουν κ' εκ της ιδίας των φωνής, προσκόπτοντα ανά παν βήμα, μαζευόμενα το έν παρά το άλλο, ως ορτύκια εντός των ονακανθών κάτω από την αναπνοήν του σκύλου.

Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν ο γέρος, κ' υποτάχθητον λόγον και εκίνησε σιωπηλάτην άκραν Της φλισβερής της θάλασσας, και περισσά μακρόθεν Παγαίνοντας προσεύχουνταντον βασιλέ' Απόλλων'. Οπού τον γέννησ' η Λητώ η ευμορφομαλλιάρα.

Μόνο η λεύκα, που έπαιρνε ανθρώπινες μορφές, βασίλευε σαν φάντασμα απάνω από τις πένθιμες όχθες. Και όλο κινούσε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που γλυστρούσαν απάνω στα νερά και όλο σήκωνε το απελπισμένο κεφάλι προς τον ουρανό. Ταργοκίνητα νερά διάβαιναν σιωπηλά κάτω από τη θλίψη των δένδρων· ο ΓέροΠοταμός φούσκωνε τα νερά του από μιαν απόκρυφη θλίψη.

Τότε έσυρε τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη, κι' έκανε αρχή απ' του γουρουνιού τις τρίχες· και το Δία περικαλώντας σήκωσε τα χέρια, κι' όλοι οι άλλοι 255 στάθηκαν ήσυχοι εκειπά και σιωπηλά αγροικούσαν.

Ο δρόμος ανηφορικός ανάμεσα στην κοιλάδα και το βουνό, ανάμεσα σε βράχους, ελαιόδεντρα και φραγκοσυκιές, όλα ένα γκρίζο, του φαινόταν, ναι, ότι ήταν ο Γολγοθάς του αλλά ταυτόχρονα και ένας δρόμος που μπορούσε να τον οδηγήσει σε έναν τόπο ελευθερίας. Να, σκεφτόταν κοιτάζοντας την Ορτομπένε, εκεί πάνω είναι μια πόλη από γρανίτη με δυνατά, σιωπηλά κάστρα.

Πέρασε πολλή ώρα όσο ναλλάξουμε τη θέση μας, μα όταν το κάναμε σηκώθηκε η Έλσα κι άναψε όλα τα φώτα, σα να είχαμε γιορτή. Έπειτα φώναξε τα παιδιά μέσα κι όλα ήρθανε σιωπηλά και ξαφνισμένα και δε χρειαζόμαστε να τους εξηγήσουμε τίποτε.

Πήρε μαζί του το δισάκι, έκοψε ένα γιασεμί από την αιμασιά και έφερε ένα γύρο για να ρίξει μια ματιά. Όλη η κοιλάδα του φάνηκε λευκή και γλυκιά σαν το γιασεμί. Όλα ήταν σιωπηλά: τα φαντάσματα είχαν αποτραβηχτεί πίσω από τα πέπλο της αυγής, ακόμη και το νερό μουρμούριζε πιο σιγαλά σαν να ήθελε ν’ αφήσει ν’ αντηχήσει καλύτερα το βήμα του Έφις στο μονοπάτι.

Σιγά, σιγά, σιωπηλά 'Στό πλάγι μου σιμόνει, Με πιάνει με το χέρι του, Το 'σάν τη πέτρα κρύο. Σηκόνονται αι τρίχες μου, Τα πόδια μου τα δύο Τρέμουνε, και το αίμα μου 'Σταίς φλέβες μου παγόνει. Το κύτταξα, το κύτταξα 'Στό πρόσωπο, 'ς το σώμα, Και μια τρέμουλα φρικερή Με πιάνει, κ' ένας τρόμος, Γιατί, γιατί το γνώρισα Το φάντασμα, αλλ' όμως Ακόμα λόγο 'δίσταζα Να 'βγάλω 'πό το στόμα.

Αλλ' η μήτηρ του σιωπώσα ήρχισε να κλαίη. Τα σιωπηλά αυτά δάκρυα τόσην εντύπωσιν επροξένησαν εις την ευαίσθητον ψυχήν του νέου Βασιγκτώνος, ώστε αμέσως επαναφέρει το κιβώτιον από την λέμβον εις την οικίαν, και θυσιάζει προθύμως τον ναυτικόν έρωτά του ενώπιον της υιικής του αγάπης.