United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Ήλιος που έγερνε τώρα σιγαλά και λυπημένα προς τη δύση, άπλωνε ένα παράπονο σ' όλη τη φύση, σαν να της μηνούσε πως δεν θα ξαναφανή πια στον ουρανό και πως θα κοιμηθή για πάντα στα βάθη του Ωκεανού. Πέρα στον κάμπο ένα δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα. Ανέβαινε ήσυχαήσυχα το λόφο, στριφογύριζε σαν φιδάκι και χανότανε κάπου εκεί πέρα, μακρυά στο φλογισμένον ορίζοντα.

Βλέπω πώς γύρω οι ράχες, τα σπαρτά, τα δέντρα, ο κάμπος ήσυχα απλωμένα, στου δειλινού το αεράκι δροσισμένα την όμορφη ώρα χαίρονται τερπνά. Πώς το ποτάμι σιγαλά κυλώντας με τις ακτίνες παίζει τις στερνές, πώς τα πουλιά πετούν, οι θεριστές το χλωρό χόρτο κόβουν τραγουδώντας.

Πήρε μαζί του το δισάκι, έκοψε ένα γιασεμί από την αιμασιά και έφερε ένα γύρο για να ρίξει μια ματιά. Όλη η κοιλάδα του φάνηκε λευκή και γλυκιά σαν το γιασεμί. Όλα ήταν σιωπηλά: τα φαντάσματα είχαν αποτραβηχτεί πίσω από τα πέπλο της αυγής, ακόμη και το νερό μουρμούριζε πιο σιγαλά σαν να ήθελε ν’ αφήσει ν’ αντηχήσει καλύτερα το βήμα του Έφις στο μονοπάτι.

Τα δάχτυλά του έφευγαν γοργά, σαν αστραπή, απάνω στα τέλια, στο κοντάρι, πατούσαν πότε βιαστικά, και πότε σιγαλά, πήγαιναν έρχουνταν σταματούσαν απάνω στους μπερντέδες κ' η πέννα του γρατσούνιζε γρήγορα κάτω τα τέλια με το δεξί χέρι του. Τόνα τραγούδι τελείονε, τ' άλλο άρχιζε, από τα κλέφτικα ως τους αμανέδες.

Και είχε το ύφος του διστάζοντος ενώ εξέφραζε την ευχήν της αυτήν. Αλλά ταυτοχρόνως ηκούσθη ηδυπαθής συριγμός, ανερχόμενος εις τον γαλανόν αιθέρα. Ήτο απαλός, δροσερός δύναται κανείς να είπη, όπως το ψιθύρισμα μιας λεύκης, όταν σιγαλά σιγαλά φυσά εις τα φύλλα της το πρώτον αεράκι της αυγής.

Πέτρα στην πέτρασπάσανε κι οι δυο εψιθύρισε στ' αφτί του Ζάρακα ο Θεομίσητος. — Ντροπή επί τέλους! του είπε κείνος αυστηρά. Η Ελπίδα κι ο Δημητράκης γονατιστοί ζερβόδεξα στον Αρχαιολόγο του σφούγκιζαν τα αίματα κ' έκλαιγαν σιγαλά. Ο Αλαμάνος σκεφτικός προσπαθούσε να τον απαλλάξη από τα συντρίμματα. Μια στιγμή άνοιξε τα μάτια εκείνος και τους κύτταξε περίεργα.

Το βασιλόπουλο μέσα στην κατάχρυση κάσσα, με τα μεγάλα μάτια του κλειστά, χαμογελούσε ακόμη κάτω από τα ροδόφυλλα. Οι δάσκαλοι εκυτταχθήκαν αναμεταξύ τους και είπαν σιγαλά: «Φτωχό παλικάρι! Δεν έβλεπε παραπέρα από τη μύτη τουΟι μάγοι και οι σοφοί κυτταχθήκανε αναμεταξύ τους και είπαν: «Φτωχό παλικάρι. Έβλεπε πιο βαθιά απ' όλους μας.

Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.

Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες τον ύπνο της ή της Βεργινίας πούχε κατεβή από το κρεββάτι της κ' είχε ανοίξει σιγαλά την ακκουμπησμένη πόρτα ; Παναγία μου!