United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπήκα κ' εγώ στο βαπόρι κι' άφησα δέκα φάσκελα πίσω μου. Πατρίδα μου λες! Είνε να ζήση άνθρωπος εκεί κάτω; Εγώ γεννήθηκα σε ξέσκεπο καλύβι. Συνήθισα να λέω την αλήθεια. Δε με σηκώνει αυτός ο αέρας... «Επληθύνθησαν αι ανομίαι», παιδί μου. Είχε σηκώσει τον κόσμο από τις φωνές. Οι ανθρώποι σταματούσαν και κύτταζαν στο χαμηλό παράθυρο. Έλα, φτάνει πια, Νικολάκη.

Τα λόγια ήταν πολύ χαρωπά και ζωηρά, και κάθε τόσο οι τραγουδίστριες σταματούσαν για να ξεσπάσουν στα γέλια που τις έπνιγαν. Μέσα σε όλο αυτόν τον θόρυβο, ακούστηκε ένα κτύπημα στην πόρτα. Νωρίτερα το ίδιο απόγευμα ο Καλίφης είχε φύγει κρυφά από το παλάτι, με συντροφιά το Βεζίρη του Γαφέρ και τον αρχιευνούχο του Μεσρούρ, όλοι τους ντυμένοι με φορεσιές πραματευτάδων.

Αλλά και μερικοί άντρες σταματούσαν γύρω από τον τυφλό γέρο και τον ψεύτικο άρρωστο, ένας μάλιστα έσκυψε για να δει καλά τον όγκο. «Ναι, ο Θεός να βάλει το χέρι του», είπε, «ήταν ακριβώς έτσι και έζησε μόνο ένα χρόνο.» «Μόνο ένα χρόνοφώναξε ένας άλλος. «Α, δεν θα μου έφτανε να τελειώσω ούτε τρεις από τις χίλιες δουλειές που έχω στο μυαλό μου. Έλα, πάρε

Τα δάχτυλά του έφευγαν γοργά, σαν αστραπή, απάνω στα τέλια, στο κοντάρι, πατούσαν πότε βιαστικά, και πότε σιγαλά, πήγαιναν έρχουνταν σταματούσαν απάνω στους μπερντέδες κ' η πέννα του γρατσούνιζε γρήγορα κάτω τα τέλια με το δεξί χέρι του. Τόνα τραγούδι τελείονε, τ' άλλο άρχιζε, από τα κλέφτικα ως τους αμανέδες.

Οι γυναίκες κυρίως ήταν γενναιόδωρες και μια γλυκιά σκιά σκέπαζε τα μάτια τους κάθε φορά που ο ψεύτικος όγκος του νεαρού ζητιάνου έκανε την εμφάνισή του πρησμένος και μπλάβος σαν σύκο, ανάμεσα στις πτυχές του ανοιχτού πουκάμισου. Όλες σχεδόν σταματούσαν, έσκυβαν το πρόσωπο και ρωτούσαν.

Ήτανε κι' άλλοι ανθρώποι στο χωριό στραβομύτες, στραβοσάγονοι, κεφαλάδες κι' αλλοίθωροι. Μα η ασχημιά του ανθρώπου αυτουνού ήτανε άλλο πράμα. Ούτε ζωντανό κανένα, ούτε πετούμενο, ούτε ψάρι ματαστάθηκε ποτέ τόσο άσχημο. Ήτανε μοναδικός στον κόσμο. Οι ανθρώποι στο δρόμο σταματούσαν και τον κύτταζαν. Τον κύτταζαν όχι πια με περιέργεια, με αηδία ή με συχαμό.

Και ανεβαίνοντας ψηλά σταματούσαν σε κάθε πλατύσκαλο και έστρεφαν για να θαυμάσουν το έργο του μικροκαμωμένου ανθρώπου, και ο ξένος είχε απορίες μικρού παιδιού που διασκέδαζαν τον υπηρέτη. «Το ποτάμι ξεχειλίζει το χειμώνα;» «Τι είναι αυτόρωτούσε τραβώντας προς το μέρος του κανένα κλαδί λεύκας. Δεν γνώριζε ούτε τα δέντρα ούτε τα χόρτα∙ δεν ήξερε ότι τα ποτάμια ξεχειλίζουν την άνοιξη!