Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Κουδουνίσματα παράξενα, με κρυστάλλινους αχούς αγροικιώνταν από ψηλά και κάτω, και πρόβαλαν και πηδούσαν κι έσερναν λιθάρια και στουρνάρια στη φευγάλα τους κατάμαυρα αγριόγιδα, πετροχελίδονα πετούσαν από βράχο σε βράχο, αετοί και γεράκια έφευγαν κι έρχουνταν ήσυχα και καμαρωτά, με βασιλικό μεγαλείο μέσα στην ανεμοζάλη, τσακάλια ουρλιώνταν στα σκεπασμένα από πυκνούς πέπλους βροχής, πλάγια των βουνών.

Δίπλα επισοδρομούσαν οι στεριές καταπράσινες, έφευγαν τρεχάτες, έσβυναν στην απόστασι την ώρα που άλλες έβγαιναν εμπρός για να χαθούν κ' εκείνες και άλλες να φανερωθούν. Δέκα κόμπους έπαιρνε στην ώρα. Έβλεπα τα γερά της δεσίματα, το κομψό σκαφίδι, λαμπάδα τα κατάρτια, το γοργό τρέξιμο, τ' ορθοπλώρισμά της και την εκαμάρωνα. Δεν ήταν καλήτερο μπάρκο σε όλη τη σφαίρα!

Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο, εστέναζεν, έναςένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα, εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιάμαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη «Παντάνασα».

Η Νοέμι τον περιφρονούσε, δεν του απηύθυνε το λόγο, όταν όμως ήταν μόνη τον ξανάβλεπε, σκυμμένο επάνω της, να της βρέχει το πρόσωπο με το ξύδι και τα δάκρυά του, και ξανάκουγε την τρεμάμενη φωνή του και τα λόγια του. «Θεία Νοέμι, θεία μου, θεία μου! Γιατί, γιατί έγινε αυτό;», και τα μάτια του, θλιμμένα και φλογερά όπως εκείνος ο καλοκαιρινός ουρανός, δεν έφευγαν από το μυαλό της.

Κι όταν έπιασαν στη στεριά κι αράξανε, δεν έκαναν κανένα κακό, παρά αρχίσανε λογής-λογής διασκέδασες· πότε μ' αγκίστρια κρεμασμένα από καλάμια με ψιλή πετονιά ψάρευαν πετρόψαρα από χαμηλό βράχο· πότε με σκυλιά και με δίκτυα πιάνανε λαγούς που έφευγαν από τ' αμπέλια εξ αιτίας του θόρυβου.

Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κ' εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργυιές εψήλωνε με προαιώνιο θράσος και έπαρσι. Και αποκεί κλαδιά και αντικλάδια πολύκαμπα, μυριόροζα, καμαρωτά και ολόισα έφευγαν περαδώθε, ψηλά και χαμηλά, λέγεις κ' έπασχαν ν' αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους.

Οι συνομήλικοί μου επήγαν όλοι κ' επήραν προκαταβολή από τον γέρο Μορφονιό τον μεγαλέμπορο. Επήραν τα λεφτά και με ρητή συμφωνία να τους κατεβάση με τα παιγνίδια στο καράβι όταν θα έφευγαν. Μ' εμέθυσεν η κακή παρακίνησι κ' επήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου εμέτρησε δύο «άγκουρες» κ' έναν «παπού»· μου έδωκε ακόμη και «νι φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν εικοσιπέντε δραχμές.

Κάτω φυκοστρωμένος ο βυθός άνοιγε πλατύς και μαλθακός στο βλέμμα του. Εδώ ακαλύφες βαθυγάλαζες έβγαιναν από την αμμουδιά σαν ολόκλειστα άνθη πορτοκαλιάς· άλλες ανοιχτές σαν κούπες και σαν αρχαία κύπελα· μερικές σαν κρίνα μεγάλα και άλλες έφευγαν ανεξάρτητες ψηλά, κρεμώντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τα γεννητικά τους μόρια.

Τα πουλιά κάπως σαστισμένα, σα πιασμένα από θλίψη ανεπάντυχη, πετούσαν χωρίς χάρη, ανόρεχτα εδώ κ' εκεί, τόρα τρύποναν μέσα στα χαμόκλαδα, ύστερα έφευγαν πέρα προς τις ράχες με την ελπίδα να βρουν λίγο ήλιο, λίγη πρασινάδα, και γύριζαν πίσω πάλι απελπισμένα, σαστισμένα, σα πιασμένα από ανεπάντυχη θλίψη και τρύποναν πάλι στα χαμόκλαδα, στις γούβες της ρεμματιάς.

Τους ψιλούς όμως τους έτρεπον εις φυγήν πανταχού όπου επλησίαζον πολύ· αλλ' ούτοι, ελαφρώς ωπλισμένοι, εμάχοντο υποχωρούντες και έφευγαν εύκολα πριν τους φθάσουν, ένεκα της ανωμαλίας των μερών, τα οποία, ακατοίκητα έως τότε, ήσαν δύσβατα, και οι Λακεδαιμόνιοι, βαρέως ωπλισμένοι, δεν ηδύναντο να καταδιώξουν αυτούς.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν