United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι αρμοί της «Αθηνάς» έτριξαν στο σκαμπανέβασμα, ο καπετάνιος βογγούσε. — Βόγγα συ και βόγγα γω, είπε ο Μοναχάκης στενάζοντας, ο Θεός να βάλη το χέρι του με τούτη τη σοροκάδα. Δεν είχε γύρει ακόμα στην κουκέτα του κ' ένα κρακ δυνατό ακούστηκε απ' την κουβέρτα, σα σπάσιμο αλυσίδας. — Φλώκο παιδί μου, στην κουβέρτα γλήγορα. Μας έσπασε το τιμόνι. Ο Φλώκος μια και δυο βρέθηκε απάνω.

Η «Αθηνά» σηκωνότανε σαν άτι αφρισμένο, σούζα, και καθώς έπεφτε να βουτήση πάλι, γκοπ! έλεγες πως έπεφτε απάνω σε βράχο. Τώρα θανοίξη, να κοπή σε δύο, έλεγες. Οι αρμοί της τρίζανε τρομακτικά στο σκαμπανέβασμα, όλο το καράβι βογγούσε σα θεριό λαβωμένο. — Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Παλληκάρι σαν πάντα... Είπε ο Καπετάν-Μοναχάκης με μια φωνή σβυσμένη, σαν να μιλούσε από μέσα του.

Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη, χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη, αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη, ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790 και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλώντην μέση ανθρώπων, φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον, τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος, κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.

Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι.

Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο, εστέναζεν, έναςένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα, εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιάμαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη «Παντάνασα».

Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190 της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, όταντον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερητην όψι. 195 και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος• έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200 «Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα Άρτεμις, να μη τήκεταιτους θρήνους η ζωή μου, ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205

Τρεις μήνους ήταν άρρωστος, τρεις μήνους κοιτασμένος. Σάπηκαν τα γελέκια του, έρρεψε η λεβεντιά του, Τώφαε η αρρώστεια το κορμί, κ' ελύθηκαν οι αρμοί του. Τα δυο τα σταυραδέρφια του τον εγιατρολογούσαν Με ρίζες, μ' αγριοβότανα, με σταυρωμούς, με ξόρκια.