Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι.

Καθισμένος, ακίνητος, ο Τριστάνος την παρατηρεί, και απάνω στο δένδρο ακούει το τρίξιμο του βέλους που τεντώνεται στην κόρδα του τόξου. Έρχεται, ευκίνητη μα και προσεχτική, όπως συνηθίζει πάντα. «Τι συμβαίνει λοιπόν, σκέπτεται. Γιατί απόψε δεν τρέχει ο Τριστάνος να με προϋπαντήση. Μην είδε τάχα κανέναΣτέκεται, ψάχνει με το βλέμμα τα μαύρα φυλλώματα.

Μα η Ουρανίτσα έκανε το χειρότερο ταξίδι από όλους. Ανάμεσα ουρανό και πέλαγο, κινδύνευε και θαλασσοπνιγότανε. Και το σπίτι ταξίδευε κι' αυτό, ταξίδευε με το σορόκο, σάλευε αλάκερο, έκανε νερά. Ο καπετάν Λαλεχός σήκωσε τα μάτια του από την πετονιά σ' ένα τρίξιμο δυνατό που έκαναν τα πορτοπαράθυρα. — Πρίμα ταξιδεύουμε! είπε, δεν έχομε ανάγκη. Ας φυσάη ως που να σκάση.

Ο Έφις πήγε μια μέρα να τον δει και ανάμεσα στο θόρυβο της μηχανής και στις κινήσεις των χλωμών μορφών μπροστά σ’ ένα φλεγόμενο φόντο, ανάμεσα στο μπλέξιμο των σκιών και στο τρίξιμο των βαρών, του φάνηκε πως διέκρινε μια μικρογραφία του Καθαρτηρίου και τον Τζατσίντο να βασανίζεται ανάμεσα στους κολασμένους, περιμένοντας ωστόσο στο τέλος την εξιλέωση.

Και καθώς τα σμπρώχναμε, για να περάσουμε, 'τινάζουνταν πένθιμα με μολυβένια θλίψη και μ' έν' λυπηρό, λυπηρότατο τρίξιμο απάνω στα κεφάλια μας, στους ώμους μας, απάνω στο σαμάρι, απάνω στα κορμιά των αλόγων που τα κουδούνια τους κρεμασμένα προς τα κάτου έχυναν έναν αχό μελαγχολικό, πολύ σιγαλό, αγάλι' αγάλια και πένθιμο, απάνω κάτω σα νεκρικό σκοπό.

Τότε και το αναίσθητ' Ίλιον, ως να αισθάνθηκε τον κτύπον, με την αναμμένην άκρην προς την βάσιν του όλο κλίνει, και τ' αυτί του Πύρρου πιάνει μ' ένα τρίξιμο θανάτου· ώστε, βλέπε! το σπαθί του, 'πού του σεβαστού Πριάμου κατεβαίνειτην χιονάτην κεφαλήν, εφάνη ξάφνου πως εστάθητον αέρα· τότε ακίνητος ο Πύρρος, ως ζωγράφισμα τυράννου, έμειν’ άπρακτοςτην θέσιν, ωσάν ξένος εις το πράγμα και εις την πρώτην θέλησίν του.

Ο ουρανός μολυβένιος, ο αέρας νοτερός, κρύος· χινοπωριάτικο μεσημέρι. Η κλεισούρα όλη στρωμένη μ' άσπρα στρογγυλά χαλίκια, με λίγο νερό πότρεχε στις άκρες, καταφυτεμμένη από πλατάνια. Τι μεγάλα, τι πολυχρονίτικα, τι παμπάλαια πλατάνια! Ο αέρας σφύριζε μέσα στα κλαδιά, συνέπαιρνε τα ξερά χρυσόχρωμα φύλλα τους μ' ένα ξερό τρίξιμο και τάστρονε, τάστρονε σε πυκνό στρώμα στη μεγάλη ρεμματιά.

Κύτταξε μη σε πλανέση τρίξιμο παπουτσιού ή μεταξωτού φορέματος και πέσης εις χέρια γυναικός. Έχε μακρυά από καταγώγια το ποδάρι σου και το χέρι σου έξω από κατάστιχα τοκογλύφων, και τότε, δεν έχεις να φοβηθής τα δαιμόνια. Και όμως, μέσ' 'ς τα κλαδιά της μυρσινιάς ο άνεμος σφυρίζει. Φωνάζει σουμ, μουμ, νονί! Δέλφινα, παιδί μου, παιδί μου, σέσα! Άφες τον κι' ας τρέχη.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν