Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Κραταιότατε βασιλεύ, η βασιλεία σου πρέπει να ηξεύρει, ότι εγώ μετά τον θάνατον του πατρός μας, υπανδρεύθην με έναν από τας πρώτας οικογενείας της Βαβυλώνος διά την πλουσίαν προίκαν μου· αλλά μετά ένα χρόνον εχήρευσα και αποφάσισα να ζήσω ανύπανδρη εις το εξής, επειδή είχα αρκετά πλούτη, έως εννενήντα χιλιάδες φλωριά· και αφού πέρασαν οι έξ μήνες της χηρείας και άφησα τα πένθιμα, έκαμα διάφορα λαμπρά και πολυτελή φορέματα διά να χαρώ την νεότητά μου.

Σκονισμένα, αραχνιασμένα, ως πένθιμα σύμβολα διαζευχθέντος ανδρογύνου, εφωτίζοντο, ημέραν και νύκτα, αμυδρώς, υπό της ιεράς εκείνης κανδήλας του εικονίσματος.

Οι λόφοι κύκλω, τα βουνά ομοίως, πάλλευκα και ακίνητα και μόνον εδώ κ' εκεί πενθίμως η λευκότης διεκόπτετο υπό μαύρων σκιών, των υψηλών δένδρων, άτινα σειόμενα υπό του ανέμου απέρριπτον από τους κλώνους των την χιόνα, κ' εμαύριζαν μέσα εις την τόσην λευκότητα τα πράσινα φύλλα των, ως κλαδιά μεγάλα, στολίσματα πένθιμα λευκής μανδήλας, υπό την οποίαν εσίγησαν παγέντα τα ποικίλα κελαδήματα των πτηνών και ο ηδύς ψίθυρος των πυκνών θάμνων.

Και τα κυπαρίσσια δεν είναι πένθιμα και οι πέτρινες στήλες των τάφων πέφτουν μία μία και σκεπάζονται, από των ανθρώπων τα βήματα και από το χώμα της βροχής και των άνεμων.

Η γριά Ποτόι, όρθια στο κατώφλι του σπιτιού της, κοίταζε ακουμπισμένη με το ένα χέρι στον τοίχο και το άλλο πάνω από τα μάτια. Έμοιαζε με χούφταλο, μικροκαμωμένη, με τα κοσμήματά της ακόμη πιο φανταχτερά και πένθιμα επάνω στο σκελετωμένο σώμα της. «Τι κάνετε;», χαιρέτησε ο ντον Πρέντου. «Περιμένω την Γκριζέντα μου που πήγε στο ποτάμι.

Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα λαρύγγια δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε τρόπο, βραχνά, πένθιμα, παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... Όλοι το έλεγαν και το αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή στην ψυχή τους.

Τα ώτα μου επλήρου αλλόγλωσσος και αλλόθρους βόμβος ως από μελισσώνος «μελισσάων αδινάων», βόμβος του κάτω κόσμου, οπού οι κευθμώνες των νεκρών και των κολασμένων, τα πένθιμα «λαγούμια», κατά την ζωηράν εικόνα ενός φίλου μου.

Ο φίλος μου, ο Αλεξανδρής τον αποτρέπει, τον διορθώνει, τον ανακαλείνα είπουμενεις την τάξιν, πλην αυτός κωφεύει και προχωρεί. Ετούτο όμως με επανέφερε πάλιν εις τας φοβεράς σκέψεις μου. Μου εφάνη ότι επανήλθον εις τας θέσεις των τα πένθιμα, εκείνα αντικείμενα. Κυττάζω εις τον ένα τοίχον, και βλέπωμου εφάνηεπί του ραφίου το πινάκιον με τα κόλλυβα.

Και είδον πάλιν τους ναούς κλειστούς, σκοτεινούς. Είδον ιερείς λαμπροφορεμένους ως αγγέλους, και είδον ιερείς μαύρους ως κόρακας. Και τότε μόλις ηκούσθη ο κώδων του γειτονικού μου ναού, εκεί επάνω εις τους Αέρηδες, με φωνήν όμως βραχνήν, ως σπασμένην. Εσήμαινεν ώραν πολλήν πένθιμα και άνοστα· και μου εφαίνετο ως να έλεγε: — Τώρα πλεια Χριστούγεννα! Τώρα πλεια Χριστούγεννα!

Από πίσω 'μας πυκνή ακολουθία μ' άλλα τραγούδια ερχότανε, και όλοι απ' την καρδιά τους μας εμακάριζαν εμέ κ' εκείνην που εχάθη γιατί κ' οι δυο ευγενείς κι' από γενιά μεγάλη ενώναμε την τύχη μας. Τώρα ούτε τραγούδια, ούτε χαρές υμεναίου πια, μα στεναγμοί και θρήνοι. Και όχι άσπρα πέπλα. Πένθιμα στολίδια με προπέμπουν στο νυφικό δωμάτιον, που ερήμωσεν ο Χάρος.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν