United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ επήρα λύχνον και εισήλθα μόνος και αφού ετοποθέτησα το φως εις το μεγαλείτερον δωμάτιον εκάθησα κατά γης και ήρχισα να διαβάζω ησύχως. Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ο δαίμων ο οποίος είχε μαλλιά μεγάλα και άτακτα και ήτο κατάμαυρος. Ενόμιζεν ότι είχε να κάμη με κανένα από τους πολλούς και ήλπιζεν ότι θα με ετρόμαζεν όπως τους άλλους.

Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον. — Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάννα του, που ήλθε τώρα να της πη το Σπολλάτη! Είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν. — Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας!

Ούτως ο Κομποδήμος υπήκουσε πάλιν και επανήλθεν, αφού είχε μεταβή εις το μικρόν εγγύς δωμάτιον λέγων: — Ευωδιάζει το σκυλοφαωμένο! Η Κρατήρα είχεν υπάγει εις την Εκκλησίαν. Ήσαν περασμένα τα μεσάνυκτα. Οι κώδωνες του ναού και οι δύο είχον κρουσθή προ πολλού, σκληρώς πως αντηχούντες επί της χιονισμένης κώμης.

Γνωρίζω μόνον ότι εκλείσθην εις το δωμάτιόν μου πλήρης μελαγχολίας, με την εικόνα της ωραίας εκείνης τεθλιμμένης νέας ανεξαλείπτως εντυπωμένην εις τον νουν μου. Ησχυνόμην διά την περιέργειάν μου.

Ο δε Κωνσταντίνος, υπηρετών έκτοτε τον Γεροστάθην, εξηκολούθει συγχρόνως μετ' άκρας επιμελείας και τα μαθήματα του σχολείου. Ότε εισήλθομεν εις το δωμάτιον, η ομιλία διεκόπη· παρετηρήσαμεν δε τον Κωνσταντίνον σπρώχνοντα προς το μέρος, όπου εκάθητο ο γέρων, χρήματά τινα, τα οποία ήσαν επί της τραπέζης.

Αλλ' ακριβώς την στιγμήν εκείνην ηκούσθη μέγας θόρυβος εις τον διάδρομον, αμέσως δε η θύρα ηνοίχθη με πάταγον και εις το δωμάτιον εισήλθε ή μάλλον εισώρμησε ο οικοδεσπότης μου. Άνθρωπος όσον καλός και μειλίχιος νηστικός, τόσον σκαιός και θορυβώδης και ανοικονόμητος μεθυσμένος. Και ήτο στουπί αυτήν την φοράν. Ώρμησε και μ' ενηγκαλίσθη. — Φεύγεις, εφώναξε τραυλιζων.

Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν.

Πλάνα, πλάνα! ανέκραξε μειδιών ο ιατρός· και ανοίγων την επιστολήν του συναδέλφου του εστράφη προς το δωμάτιόν του. Η Κυρά Λοξή σύρουσα τον τυφλόν, έρριψε βλέμμα θριαμβευτικόν επί της μαγειρίσσης, και ηκολούθησεν εις το δωμάτιόν του τον ιατρόν αναγινώσκοντα την επιστολήν. Ιδού το περιεχόμενόν της: «Σεβαστέ μου και φίλε καθηγητά. «Σας συνιστώ ενθέρμως την επιφέρουσαν το παρόν.

Και κάθε νύκτα, όταν ήρχετο το μεσονύκτιον, έστρεφα το ρόπτρον της θύρας του και την άνοιγα! ω! τόσον ήσυχα! Και τότε, όταν το άνοιγμα ήτο αρκετόν διά να περάση η κεφαλή μου, έβαζα μέσα ένα κρυφοφάναρο, κλειστό, πολύ κλειστό, διά να μη φεύγη κανένα φως, και τότε επερνούσα το κεφάλι μου εις το δωμάτιον. Ω! θα είχετε γελάσει εάν εβλέπατε όταν έβαζα το κεφάλι μου, με πόσην προφύλαξιν το έβαζα!

Φραγκούδη. — Διέτε τώρα τι λέει αφτός· «Πρέπει κατά τον κ. Ψυχάρην να λέγωμεν το δωμάτι αντί το δωμάτιον ». Εγώ ποτέ μου δεν είπα το δωμάτι, μήτε μπόρεσα να πω στη ζωή μου πώς πρέπει να το λέμε! Αν έλεγα τη λέξη, θα την έλεγα δωμάτιο, καθώς θα την πη όποιος τη συνηθίζει.