United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρχίζεις με αστειότητας, ενώ πρόκειται να λάβης τον λόγον, και θα με αναγκάσης να σε προσέχω μην ετοιμάζεσαι να μας ειπής τίποτε αστεία από τα συνειθισμένα σου. Και ο Αριστοφάνης γελάσας: — Πολύ σωστά λέγεις, Ερυξίμαχε, και ας λογαριασθούν ως μη λεχθέντα όσα είπα.

Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον. — Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάννα του, που ήλθε τώρα να της πη το Σπολλάτη! Είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν. — Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας!

Μόνον ο ιερεύς ανησύχει και ήτο άγρυπνος. — Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν η θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ' αυτί του γέρο-Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέη κειδά όπως-όπως... — Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο ιερεύς. — Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος.

Εξηγούντων δε των Ιχθυοφάγων τους κόσμους εκείνους, ο βασιλεύς γελάσας και νομίσας ότι ήσαν πέδαι τοις είπεν ότι οι Αιθίοπες είχον πέδας δυνατωτέρας. Η τρίτη ερώτησις αυτού ήτο περί της μύρρας, και όταν τω εξήγησαν την κατασκευήν και την χρήσιν αυτής, τοις επανέλαβε τα αυτά όσα είπε περί των ενδυμάτων.

Γελάσας δε είπε προς τους ιερείς· «Ω ανόητοι κεφαλαί, γίνονται τοιούτοι θεοί έχοντες σώμα και σάρκα, αισθανόμενοι τα κτυπήματα του σιδήρου; Ο θεός ούτος είναι τωόντι άξιος των Αιγυπτίων.

Και ο Δημώναξ γελάσας είπε• Τόσον ωραίον είνε, Άδμητε, το επίγραμμα, ώστε ήθελα να είχεν ήδη χαραχθή. Όταν τις είδεν εις τας κνήμας του τα συνήθη του γήρατος αποτελέσματα, ηρώτησε• Τι είνε αυτά, Δημώναξ; Ο δε φιλόσοφος μειδιάσας, Ο Χάρων μ' εδάγκωσεν, είπεν. Ιδών ένα Λακεδαιμόνιον να μαστιγώνη τον δούλον του, Τι κάνεις εκεί; του είπεν• Ομότιμόν σου αναδεικνύεις τον δούλον;

Μούτρα διά γαμβρός! Και εστάθη απέναντι του καθρέπτου πλαγίως φωτιζομένου από το φως του λύχνου, και είδεν εντός αυτού το ήμισυ του προσώπου με το μανδήλιον επί κορυφής, ενώ το άλλο ήμισυ έμενεν εις το σκότος, ο δε κόμβος του μανδηλίου ωρθούτο διακλαδιζόμενος επί του μετώπου του. — Μα την αλήθειαν, είπε γελάσας, ωραίον Αστυάνακτα ήθελα καταφέρει, εάν την ενυμφευόμην.