United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Ποιος λόγος, τέκνο, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! 70 ενώ μέσ' είν' ο άνδρας σου, 'ς το πλάγι της γωνίστρας, άπιστη λέγεις ότι πλειά δεν θα 'λθητην πατρίδα. αλλά σημάδι φανερόν άλλο απ' εμέ ν' ακούσης, το λάβωμ' οπού του 'καμε με λευκό δόντι χοίρος, και ως το 'πλυνα το γνώρισα και να σ' ειδοποιήσω 75 ήθελ', αλλά τα χέρια του μου απόφραξαν το στόμα, ώστε να ειπώ δεν μ' άφινεν, ο μέγας εις την γνώσι. αλλ' ακολούθα· την ζωή συ λάβε μου αρραβώνα· αν σ' απατήσω, εις θάνατον φρικτόν παράδοσέ με».

Διότι αμέσως η αρχή του ποιήματος θα εφαίνετο ανόητος, αν, εν ώ ήθελε να είπη ότι είναι δύσκολον να γίνη άνθρωπος ενάρετος, έπειτα έθετε μέσα εις την φράσιν την λέξιν &μεν&. Διότι αυτή η λέξις φαίνεται ότι δεν είχε κανένα λόγον να τεθή εκεί μέσα, εκτός μόνον αν νομίση κανείς ότι ο Σιμωνίδης ομιλεί ωσάν να φιλονεική με την γνώμην του Πιττακού· διότι εν ώ ο Πιττακός λέγει ότι είναι δύσκολον να είναι κανείς άνθρωπος ενάρετος, αυτός μη παραδεχόμενος τούτο, είπεν ότι όχι· αλλά να γείνη μεν κανείς άνθρωπος ενάρετος είναι δύσκολον, Πιττακέ, αληθινά, εκείνος που δεν είναι αληθινά ενάρετος, ούτε εις τούτο επάνω· λέγει την αλήθειαν, ωσάν τάχα να ήσαν μερικοί, άλλοι μεν αληθινά ενάρετοι, άλλοι δε ενάρετοι &μεν&, όχι όμως αληθινά· διότι τούτο ήθελε βέβαια φανή ανόητον και ανάρμοστον να το είπη ο Σιμωνίδης· αλλά πρέπει να κάμωμεν την λέξιν αληθώς να πηδήση από την θέσιν της εις άλλην, και έτσι να είπωμεν έπειτα την λέξιν του Πιττακού, ωσάν θα εθέταμεν τον ίδιον τον Πιττακόν να λέγη και τον Σιμωνίδην ν' αποκρίνεται, να λέγη δηλαδή ο Πιττακός, ω άνθρωποι, δύσκολον είναι να είναι κανείς ενάρετος, ο δε Σιμωνίδης ν' αποκριθή, Πιττακέ, δεν λέγεις την αλήθειαν, διότι όχι να είναι, αλλά να γείνη μεν κανείς άνθρωπος ενάρετος, τετράγωνος και κατά τας χείρας και κατά τους πόδας και κατά τον νουν, χωρίς σφάλμα κατασκευασμένος είναι δύσκολον αληθινά.

Πώς θα ήτο δυνατόν εκείνος που είνε μέγας να επιθυμή να είνε μέγας, ή ισχυρός εκείνος που είνε ισχυρός; — Το πράγμα είνε αδύνατον, όπως είνε προφανές εξ όσων είπαμεν. — Διότι δεν θα ήτο δυνατόν να στερήται τις εκείνου το οποίον έχει. — Πολύ σωστά λέγεις.

Το τοιούτον λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, δεν είναι κάποια ξαναενθύμησις προπάντων όμως, όταν πάθη κανείς αυτά δι' εκείνα τα πράγματα, τα οποία έχει πλέον λησμονήσει ένεκα της πολυκαιρίας και διότι δεν τα βλέπει; Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας. Τι δε λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης.

Εκείνη δε, η οποία επέρασε την ζωήν καθαρά και με εγκράτειαν, αφ' ού απαντήση συνοδοιπόρους και οδηγούς θεούς, κάθε μία, λέγω, τοιαύτη ψυχή θα κατοικήση εις τον τόπον, ο οποίος αρμόζει εις αυτήν. Και ο Σιμμίας είπε· Πώς λέγεις αυτά, Σώκρατες; Διότι βεβαίως και εγώ έχω ακούσει πολλά διά την γην, όχι όμως αυτά, τα οποία σε επληροφόρησαν· θ' ακούσω ευχαρίστως.

Τερψίων. Ζωντανός ή αποθαμένος; Ευκλείδης. Μόλις έζη ακόμη, διότι ευρίσκεται εις αθλίαν κατάστασιν και από μερικάς πληγάς, περισσότερον όμως τον θερίζει η επιδημία η οποία ενέσκηψε εις το στράτευμα. Τερψίων. Μήπως είναι η δυσεντερία; Ευκλείδης. Μάλιστα. Τερψίων. Κρίμα στον άνθρωπον, ο οποίος διατρέχει κίνδυνον καθώς λέγεις. Ευκλείδης.

Σωκράτης Δεν πρέπει βεβαίως ν' αποβληθώσιν οι λόγοι του σοφού, αλλά να εξετάζωνται εάν λέγωσι τι· και μάλιστα και το τώρα λεχθέν δεν πρέπει ν' αφήσωμεν ανεξέταστον. Φαίδρος Ορθώς λέγεις. Σωκράτης Ας το εξετάσωμεν λοιπόν ως εξής. Φαίδρος Πώς;

Το προοίμιον νομίζω ότι πρέπει να λέγεται εις την αρχήν του λόγου· αυτά δεν λέγειςείναι, αληθινόν; — ότι είναι αι λεπταί δεξιότητες της τέχνης; Φαίδρος Ναι. Σωκράτης Δεύτερον η διήγησις μετά των μαρτυρικών καταθέσεων εκτός αυτής, τρίτον αι αποδείξεις, τέταρτον αι πιθανολογίαι· νομίζω μάλιστα ότι ο αριστοτέχνης των λόγων, ο Βυζάντιος ανήρ, διδάσκει και πίστωσιν και επιπίστωσιν.

ΜΩΜ. Ακούετε, θεοί, ότι αυτός ο φιλόσοφος λέγει ακριβώς εκείνα τα οποία εγώ εφοβούμην. Πού είνε τώρα ο ωραίος μας κιθαριστής; Ας κατέβη να του δώση απάντησιν. ΖΕΥΣ. Το ξέρεις, Μώμε, ότι μας παρασκότισες με τας ακαίρους σου επικρίσεις; ΤΙΜ. Πρόσεξε, αλιτήριε Δάμι, διότι με αυτά που λέγεις σχεδόν κατεδαφίζεις τους ναούς και τους βωμούς των θεών. ΔΑΜ. Όχι όλους τους βωμούς, Τιμοκλή.

«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85 μας εξυβρίζεις, όνειδοςεμάς να ρίξης θέλεις. και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφήτους δόλους• ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει. και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε• πανί μεγάλον έστησετα μέγαρα να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100 των Αχαιίδων μη καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινετην λάμψιν των λαμπάδων. 105 έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110 και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη•τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση• και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115 με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120 οπού καμμιά δεν ώμοιασετο νου της Πηνελόπης,— όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει• ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη της βάζουν οι αθάνατοι•τον εαυτόν της φήμην 125 μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον• ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».