United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότετην Τρωάδα 125 με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, κ' εκείνοι οπούτην ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν όθεντους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον δεν δίδ', ούτετους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσωτο δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω ύφασμα· κ' ευθύς έπειταεκείνους είπα· «Ω νέοι 140 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 των Αχαιίδων μην καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, και νύκτα το ξεΰφαινατην λάμψι των λαμπάδων. 150 όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. και όμωςεμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».

Καλλίτερα να ήμεθα με τους αποθαμένους, — μ' εκείνους που εστείλαμεντου τάφου την ειρήνην διά να ζήσωμεν ημείς τον βίον εν ειρήνη, — παρά τον νουν μας βάσανα αιώνια να τρώγουν Ο Δώγκαν αναπαύεταιτο μνήμα του. Κοιμάται· του βίου τον παροξυσμόν τον 'γλύττωσεν εκείνος· η προδοσία έκαμε ό,τι είχε να του 'κάμη.

Το βέβαιον είνε ότι οι περισσότεροι εξ αυτών νομίζουν ότι δεν έχουν ανάγκην συμβουλής διά την εργασίαν των, όπως περίπου δεν έχουν ανάγκην διδασκαλίας διά να βαδίζουν, να βλέπουν ή να τρώγουν, αλλά θεωρούν ως λίαν εύκολον και πρόχειρον και δυνατήν εις όλους την συγγραφήν ιστορίας, ως δύναται τις να κρίνη εκ των συμβαινόντων.

Η απογραφή είχε προσελκύσει τόσους ξένους εις την πόλιν, ώστε «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Εντός του κρυερού σπηλαίου του αργιλλώδους λόφου, το οποίον εχρησίμευεν ως σταύλος εις το πανδοχείον, εν τω μέσω του χόρτου και των αχύρων με τα οποία είχε στρωθή το έδαφος διά να τρώγουν τα ζώα, εν τη από της μακράς οδοιπορίας εξαντλήσει μακράν από το σπήτι των, εν τω μέσω ξένων, εν τη παγετώδει χειμερινή νυκτί, — υπό περιστάσεις καθ' ας έλειπε πάσα άνεσις και πάσα περιποίησις μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε είνε αδύνατον να φαντασθή τις ταπεινοτέραν γέννησηετέχθη ο Υιός του ανθρώπου!

Τότε βλέπω τους Αράπηδες, οι οποίοι ήσαν ανθρωποφάγοι, να σφάζουν τον παχύτερον κάθε τόσας ημέρας, και να τον τρώγουν.

Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο• «Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συτην πόλι 375 έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις; ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης

Ιδού αληθής εραστής ποιήσεως! — Ανέκραξα εγώ μετ' ενθουσιασμού. — Βέβαια! Διά ν' απολαύση όσον το δυνατόν περισσότερον ουρανόν εν τω μέσω της υλικής πεζότητος του βίου. Έπειτα και έν άλλο. Ο πατήρ σου δεν ομοιάζει τους αχαρίστους εκείνους, οίτινες τρώγουν τους καρπούς, χωρίς να ενθυμώνται το δένδρον. Ο πατήρ σου είναι φίλος και των ποιητών.

Προσέτι όσοι καταγίνονται να μάθουν τας άλλας τέχνας, τρώγουν και πίνουν ολίγον, όπως οι άρρωστοι, δεν επιτρέπεται δε να διασκεδάζη κανείς και να μανθάνη.

Και τα γύναια τον εφοβούντο και έσειον τας λυτάς των κόμας και εφώναζον ευοί• οι δε κατάσκοποι ενόμιζον ότι τούτο ήτο το όνομά του. Αι γυναίκες είχον ήδη διαρπάσει τα ποίμνια και εσπάρασσον ζωντανά τα ζώα, διότι τρώγουν φαίνεται ωμά τα κρέατα.

Το μόνον έργον μου είνε να λαλώ, εις άλλα δε μέρη του σώματος ανήκει να κάμνουν και να παθαίνουν τα τοιαύτα, θα ήτο προτιμώτερον δι' εμέ να με κόψουν όπως της Φιλομήλας την γλώσσαν. Βεβαίως ευτυχέστεραι από εμέ είνε αι γλώσσαι εκείνων οίτινες τρώγουν τα τέκνα των.