United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους, και κατά τας κινήσεις του οναρίου τας ιδιοτρόπους και πείσμοναςκαθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απεμακρυνόμην απ' αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον.

Λιοβόρι , ζεστός και δυνατός καλοκαιρινός άνεμος=λιψ. — Λιάς = Ηλίας. — Λουμάκι , νεόφυτον δένδρον ευθυτενές. Οώ! Οώ! =σάλαγος βοδιού. — Όι, όι =σάλαγος προβάτων. — Ορμάνι δάσος πυκνόν.

Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο· «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες

Περί τίνος Ζακχαίου ομιλεί; — Αύτη είνε η Φήμη των ανθρώπων, την οποίαν κάποιος θεός εδημιούργησεν εν ώρα μέθης. Βλέπεις το δένδρον εκείνο; είνε αυτή η συκομωρέα, εφ' ης ανήλθεν ο Ζακχαίος διά να ίδη τον Ιησούν.

Έφθασε λοιπόν το πλοιάριον και μόλις άραξεν ολίγον ξέμακρα από το δένδρον μου, ιδού και βλέπω να βγαίνουν έξω δέκα σκλάβοι, ένας γηραλέος, που εφαίνετο ο αυθέντης αυτών και ένας νέος έως χρονών δέκα πέντε· οι σκλάβοι έφερναν διάφορα αγγεία με φαγητά και πιοτά ως εφαίνετο και ένας εβαστούσεν ένα τσαπί και φτυάρι· επροχώρησαν προς το εσωτερικόν του νησιού και όταν έφθασαν εις μίαν πεδιάδα, είδα που ένας έσκαψεν ολίγον και άλλος έβγαζε το χώμα με το φτυάρι· έπειτα εσήκωσαν ωσάν μίαν σχάραν και εμβήκαν όλοι μέσα· τότε εσυμπέρανα ότι εκεί ήτον κανένα υπόγειον.

Επόθησε την ήρεμον μοναξίαν της ανατολικής όχθης. Και η δυτική όχθη είνε ερημική την σήμερον, αλλ' η ανατολική όχθη είνε η μοναξία αυτή. Ούτε δένδρον ούτε χωρίον ούτε ψυχή ανθρωπίνη ούτε κατοικία απλή φαίνεται, ειμή μόνον η σειρά των λόφων των χθαμαλουμένων βαθμηδόν προς την όχθην.

Μου εφάνη ότι το δένδρονέσωζον καθ' ύπνον την έννοιαν του δένδρουμικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν.

Εκεί με εξεπέζευσεν από του Ελέφαντος και δείχνοντάς μου ένα υψηλόν δένδρον, μου είπεν· ανάβα εις αυτό το δένδρον υψηλά, και φύλαξε αυτού έως που να περάσουν οι Ελέφαντες, και ρίξον τότε με το δοξάριον σου, και αν σκοτώσης κανένα, δράμε ογλήγορα εις την πολιτείαν να μου δώσης την είδησιν.

ΜΑΚΒΕΘ Δεν γίνεται! ποιος ημπορεί τα δάση ν' αγγαρεύση; ποιος είν' εκείνος που 'μπορεί το δένδρον να προστάξη από της γης την αγκαλιά την ρίζα του να 'βγάλη; Ω προμαντεύματα γλυκά! Ωραία! Ω χαρά μου!

Ιδού αληθής εραστής ποιήσεως! — Ανέκραξα εγώ μετ' ενθουσιασμού. — Βέβαια! Διά ν' απολαύση όσον το δυνατόν περισσότερον ουρανόν εν τω μέσω της υλικής πεζότητος του βίου. Έπειτα και έν άλλο. Ο πατήρ σου δεν ομοιάζει τους αχαρίστους εκείνους, οίτινες τρώγουν τους καρπούς, χωρίς να ενθυμώνται το δένδρον. Ο πατήρ σου είναι φίλος και των ποιητών.