United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γεμάτος χαράν από αυτήν την απάντησιν, — Θαυμάσια! ανέκραξα, ω άριστε των ανθρώπων, και έκαμες πολύ καλά που με απήλλαξες από αυτήν την μακράν εξέτασιν, αν ημπορή να διδαχθή η σοφία ή όχι· τώρα λοιπόν, αφού πιστεύεις ότι είναι δυνατόν να διδαχθή και ότι είναι το μόνον πράγμα που παρέχει εις τον άνθρωπον την ευδοκίμησιν και την ευδαιμονίαν, ημπορείς να μη παραδεχθής ότι είναι ανάγκη με κάθε τρόπον να την επιδιώκωμεν, και συ ο ίδιος δεν έχεις εις τον νουν σου να το κάμης; — Δίχως άλλο, Σωκράτη, και με όλα μου τα δυνατά μάλιστα.

Όλα μάλιστα, επίσης δε και συ, αν γνωρίζης ένα μόνον πράγμα, τα γνωρίζεις όλα. — Ω θεέ μου, ανέκραξα, ποίον θαύμα και ποίος ανεκτίμητος θησαυρός μας απεκαλύφθη! μήπως αρά γε και όλοι οι άλλοι άνθρωποι τα γνωρίζουν όλα, ή δεν ηξεύρουν τίποτε: — Δεν ημπορεί, φυσικά, άλλα μεν να γνωρίζουν, άλλα δε να μη γνωρίζουν και να είναι συγχρόνως σοφοί και άσοφοι.

Περίλυπος μετέβην τότε από το κοιμητήριον αυτό των ζώντων εις το κοιμητήριον των αποθανόντων, όπως ασπασθώ τον τάφον του ευεργέτου μου, και επ' αυτού κλαύσω την ερήμωσιν της πατρίδος. Αλλ' ουδέ ίχνος του τάφου του υπήρχε πλέον! Δυστυχεστάτη πατρίς! ανέκραξα τότε στενάζων βαθέως, δεν θέλει λοιπόν παρέλθει η οργή του Κυρίου από σου,

Πώς; ανέκραξα τότε εκπεπληγμένος. Ο πατήρ σου λοιπόν κάμνει στίχους; — Μ' ερωτά εάν κάμνη! Και δεν είπες εσύ πως το γνωρίζεις; Πώς γνωρίζεις το κάτι που σου κρύπτω; — Χμ! — είπον εγώ τότε συνωφρυωμένος. — Αυτό λοιπόν ήτο; Λοιπόν ο πατήρ σου κάμνει στίχους! — Ακούς εκεί εάν κάμνη! — απήντησεν εκείνη μετά τόνου δι' ου εφαίνετο οικτείρουσα εμέ μάλλον ή την άγνοιάν μου. — Ακούς εκεί εάν κάμνη!

Αλλά τέλος πάντων, ανέκραξα εν απογνώσει, δεν είμεθα όλοι. Είνε και άνθρωποι . . . — Αληθώς πολιτισμένοι. Συμφωνότατος. Αλλ' ο πολιτισμός των ανθρώπων αυτών, των πολύ ολίγωνσημείωσεδεν είνε πολιτισμός εθνικός, δεν είνε γέννημα της πατρίου γης ουδέ προϊόν πατρίου ατμοσφαίρας.

— Ο Θεός με όλους μας, κυρ Γεωργάκη μου. — Εμπρός παιδιά, ανέκραξα, και ηρχίσαμεν να τρέχωμεν. Μου εφάνησαν αιώνες τα ολίγα εκείνα λεπτά, μέχρις ου φθάσω εις την όχθην! Η εμφάνισίς μας εξέπληξε τους εχθρούς και επί τινας στιγμάς δεν ηκούσθησαν τουφεκισμοί εκ του υψώματός των. Αλλ' ήσαν στιγμαί μόνον διακοπής και επηκολούθησε κρότος πυκνός πυροβολισμών και εκ των δύο πλευρών της φάλαγγος.

Πώς μίαν φοράν ακόμη! διέκοψα εγώ, αλλά θα συνταξειδεύσωμεν μέχρι Καλκούττης. Θα την βλέπω εις την Καλκούτταν. — Δεν θα την βλέπετε εις την Καλκούτταν, απήντησεν εκείνος, ατενίζων ηδονικώς το άκρον του σιγάρου του, διότι δεν θα είναι εκεί. Δεν θα είναι εις την Καλκούτταν, διότι θα μείνη εις Παρισίους. — Πώς; ανέκραξα εγώ, σχεδόν παρωργισμένος.

— Ο Σουλτάνος γράφει γαλλικάς κωμωδίας! ανέκραξα μετ' ευλόγου απορίας. — Δεν είπα ότι τας γράφει. Ακούσατε, παρακαλώ.

Ανόητος που είμαι! ανέκραξα τότε, να μην το καταλάβω πως ήτον ο πατήρ σου! Πίστευσόν με, το όνομα μοι εφάνη γνωστόν, αλλά δεν εκατάλαβα πως έπρεπε να είναι ο πατήρ σου. Ήμην πολύ ανόητος, να μη σε αναζητήσω μεταξύ των δεσποινίδων. — Ανόητος δεν ήσθε, είπεν η κόρη, σύρουσα την φωνήν αυτής μετά τινος ειρωνείας, αλλά ήσθε πολύ ενασχολημένος με τας μεγάλας κυρίας. Μπαχ!

Ηρώτων τους διδασκάλους, τους υπηρέτας, τον σκάπτοντα τον αύλακα χωρικόν και τον επαιτούντα με οβολόν παχύν Καπουκίνον• ολοκλήρους δε ώρας εδαπάνων παρά τοις βιβλιοκαπήλοις οσφραινόμενος την κόνιν σκωληκοβρώτων τόμων, επί τη ελπίδι ν’ ανεύρω της Παπίσσης μου τα ίχνη, άτινα όμως μετά τοσαύτης επιμελείας είχον εξαλείψει οι ιερείς εν Ιταλία, ώστε μετά μακράν καταδίωξιν, αφού πολλάκις ανέκραξα ως ο ψιττακός του Καίσαρος, «Tempus et labor oleunt», η περιεργία μου ουδέ ψιχίον ευρίσκουσα, απέθανε τέλος πάντων της πείνης.