Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Αύτη δεν είχεν ανάγκην περιφράσεων προς ταύτα, αλλά διηγήθη τα πράγματα, οία συνέβησαν. Το ήμερον δε και πράον του ήθους αυτής μετεδόθη και εις τον ακροατήν της, και δεν ωργίσθη ούτος. — Και διατί δεν μου το έλεγες τότε; είπεν ο Μόχτος μετ' ελαφρού μεμπτικού τόνου.
— Πώς; ανέκραξα τότε εκπεπληγμένος. Ο πατήρ σου λοιπόν κάμνει στίχους; — Μ' ερωτά εάν κάμνη! Και δεν είπες εσύ πως το γνωρίζεις; Πώς γνωρίζεις το κάτι που σου κρύπτω; — Χμ! — είπον εγώ τότε συνωφρυωμένος. — Αυτό λοιπόν ήτο; Λοιπόν ο πατήρ σου κάμνει στίχους! — Ακούς εκεί εάν κάμνη! — απήντησεν εκείνη μετά τόνου δι' ου εφαίνετο οικτείρουσα εμέ μάλλον ή την άγνοιάν μου. — Ακούς εκεί εάν κάμνη!
Έπειτα εις την μουσικήν, η οποία είνε επιστήμη των ερωτικών σχέσεων των αναφερομένων εις την αρμονίαν και τον ρυθμόν διότι αρμονία είνε η συνδιαλλαγή του βαρέος και του οξέος τόνου, όπως ρυθμός είνε η συμφωνία του ταχέος και βραδέος.
Εδώ η Τέχνη εξετάζεται όχι από την ηθική της άποψη, μα από την καθαρά αισθητική της όψη. Ο Πλάτων βέβαια πραγματεύθηκε πολλά τελείως καλλιτεχνικά θέματα, όπως η σημασία της ενότητος σ' ένα έργο Τέχνης, η ανάγκη του τόνου και της αρμονίας, η αισθητική αξία των φαινομένων, η σχέση των ορατών τεχνών με τον εξωτερικόν κόσμο και του μύθου με την πραγματικότητα.
Κοντεύεις εσύ να το πάθης, που είσαι άλλης λογής ζωντίμι. Εν τούτοις ο κύων εξακολουθεί να ολολύζη. Ολίγος χρόνος παρήλθεν εισέτι, και η θύρα του σπηλαίου ηνοίχθη αιφνιδίως. — Τι είνε, Θεόδωρε; έκραξε μετά μεμπτικού τόνου ο Πλήθων. Αι θρηνώδεις φωναί του κυνός ήσαν τόσον διάτοροι, ώστε αντήχησαν έσω του άντρου, και ο Πλήθων δεν ηδυνήθη να υπομείνη.
— Πολλά έχεις να μάθης ακόμα, είπεν ο Τρέκλας. Όσο γηράζεις, τόσο θα μαθαίνης. — Ε, ύστερα, τι άλλο; — Τρίτον, επανέλαβεν ο Τρέκλας, καβαλλαρία ήρθεν εις το μοναστήρι. — Καβαλλαρία; — Είνε πεντακόσιοι, χίλιοι, αμέτρητοι και εγώ δεν ξέρω πόσοι. Και μας πολιορκούν, είπεν ο Τρέκλας μετ' ελεγειακού τόνου. — Σας πολιορκούν! — Και μας χρειάζεται βοήθεια.
Η ώρα παρήρχετο, αλλ’ ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ ήρχετο να δειπνήση μεθ' ημών. Η πληκτική σιγή, ην έκαστος ημών ετήρει, εκορύφωνεν ολονέν την ανησυχίαν μου, και αφού η μήτηρ ηρνείτο ν' αποκριθή εις τας ερωτήσεις των οφθαλμών μου: — Πού είναι ο Μιχαήλος, μητέρα; την ηρώτησα, διακόψας το φαγητόν. — Τώρα θα έλθη, παιδί μου, είπεν εκείνη μετά θλιβερού τόνου. — Και ο Κιαμήλης: ηρώτησα εκ νέου.
Η κατά το φαινόμενον πάντοτε γαλήνιος Λίγεια ήτο το αθλιώτερον θύμα του ωμού πάθους, το μέγεθος δε αυτού υπελόγιζα εκ της θαυμασίας διαχύσεως των οφθαλμών της, οίτινες με έθελγον άμα και ενεποίουν τρόμον, εκ της μαγικής μελωδίας, του τόνου της καθαρότητος και εκ της αγρίας επενεργείας των παραδόξων αυτής λόγων, ων το αποτέλεσμα εδιπλασίαζεν η αντίθεσις της απαγγελίας.
— Ήλθα να περάσω εδώ την νύκτα. — Και εκείνη έφυγε! τω είπε μετά μεμπτικού τόνου ο άνθρωπος. — Έφυγεν, αλλ' ήλθεν. — Ήλθε; — Βέβαια. — Πού είνε; — Εκεί. — Αλήθεια; — Αλήθεια. — Δεν με γελάς; — Ο Πρωτόγυφτος δεν λέγει ψεύματα. — Και πώς έγεινε τούτο; — Θα σοι το διηγηθώ άλλην φοράν. — Και τώρα; — Τώρα να φύγης απ' εδώ, και να μας παραχωρήσης την φωλεάν σου. — Διατί; — Διά να μη σε γνωρίση.
Η δε φιλοφροσύνη αύτη θα επετάθη ακόμη διά του τόνου και του βλέμματος του Ιησού, διό και η Παρθένος, χωρίς ποσώς να προσβληθή ή να λυπηθή, εστράφη προς τους διακονούντας και είπεν: — Ό,τι σας λέγη κάμετε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν