United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού. — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . ., — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;

Το ενεθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ' αρχής της ομιλίας του παππά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ' έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.

Έπειτα εις την μουσικήν, η οποία είνε επιστήμη των ερωτικών σχέσεων των αναφερομένων εις την αρμονίαν και τον ρυθμόν διότι αρμονία είνε η συνδιαλλαγή του βαρέος και του οξέος τόνου, όπως ρυθμός είνε η συμφωνία του ταχέος και βραδέος.

Καταφθάνοντες δε ούτω δεν τας διαταράττουσι προσθέτοντες νέαν κίνησιν, αλλά προσάπτοντες αρ- χήν κινήσεως βραδυτέρας εις την της ταχυτέρας, ήτις καταλήγει εις το να γίνη ομοία με αυτήν, αποτελούσι διά της μίξεως του οξέος και του βαρέος μίαν μόνην εντύπωσιν.

Κ' εκεί την νύκτα υπό την θείαν ανταύγειαν των οφθαλμών του Παπά-Ιερεμία, οίτινες έλαμπον ζωηρότερον από το μαρμαίρον γαλάζιον φως των κανδηλών του ασκητικού ευκτηρίου του, προσεπάθει η γραία μετά πόνου ν' ανακαλύψη, έστω και μακρόθεν φέγγουσαν, την συγγνώμην του βαρέος αμαρτήματος του μακαρίτου. — Να, τώρα δεν έχουμε τίποτε πλεια, γέροντα, έλεγε κατά την εξομολόγησίν της.

»Τοιαύτη είνε η παντομίμα· καθ' όλον αυτής το διάστημα δεν έπαυσεν η χορεύτρια να παρίσταται ενώπιον ημών ζωηρά, εύχαρις, ευκίνητος και πτερωτή· ουδ' υπάρχει κίνδυνος να ίδωμεν τα ρόδινα χείλη της διαστρεφόμενα προς οχληράν απαγγελίαν φωνηέντων και συμφώνων, ή τον λαιμόν αυτής ογκούμενον προς επίπονον εκφοράν βαρέος ή οξέος ήχου.

Εμπρόςτα κουπιά! διέταξεν ο αρχιληστής επιβάς τελευταίος εις την λέμβον, ήτις εκινήθη αποτόμως ένθεν και ένθεν εκ του βαρέος αυτού πατήματος. Ο Θανάσης ούτε ενόησε πώς ευρέθη εν τη λέμβω. Τόσον ήτο τεταραγμένος ακόμη. Εισήλθε και εκάθησε κρατών σφιγκτά μεταξύ των χειρών του εν τη αγκάλη του το εφθαρμένον δισάκκιον, βαρύ και δυσβάστακτον εκ των έμπροσθεν και κενόν εκ των όπισθεν.

Γέρων μάλιστα ποιμήν θελήσας ν' ασπασθή, ο ειθισμένος αυτός εις του βουνού τας καλλιμύρους αύρας, κατελήφθη υπό ζωηρού πταρνίσματος, ενοχληθείσης υπό του βαρέος εκείνου μύρου της ρινός του ως εάν είχε λάβει ταμβάκον.