United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διαβάτης αποσπασθείς εκ του ομίλου ήρχετο προς αυτόν. — Τι τρέχει; τον ηρώτησεν ανυπομόνως ο Μάχτος. — Δεν ξεύρω κεγώ, απήντησεν ο διαβάτης. Γυναίκες, θαρρώ, μάλωσαν αναμεταξύ τους. Ο Μάχτος εδιπλασίασε την ταχύτητα του βήματος. Να είνε τάχα η Αϊμά; ηρώτησε καθ' εαυτόν. Προσεγγίσας εις τον όμιλον επείσθη ότι δεν είχεν απατηθή.

Ότε δε επήλθεν η στιγμή, προχωρήσας από του μνημείου εις βήμα υψηλόν, διά να ακούεται από το πλείστον μέρος του πλήθους, είπε τα εξής. 35. «Οι μεν πολλοί αφ' όσους ωμίλησαν ήδη από του βήματος τούτου επήνεσαν τον νομοθέτην, ο οποίος τον ορισμόν τούτον επρόσθεσεν εις τον νόμον, ότι καλόν είναι να απαγγέλλεται λόγος επί του τάφου των πιπτόντων κατά τους πολέμους, όταν θαπτωνται.

Όταν δεν είμαι εις την Καλκούτταν ταξειδεύω· και όταν ταξειδεύω δεν ημπορώ να σταθώ! Και επέτεινε την ταχύτητα του βήματός του, ως εάν ήθελε να εκφράση την μανίαν των ποδών διά της ταχυτέρας γλώσσης αυτών των ιδίων. — Έπειτα, εξηκολούθησεν ο κ. Π., τι να σας ειπώ! Τι να σας ειπώ, αφού δεν υπάρχει τίποτε ποιητικόν. Τίποτε ποιητικόν δεν υπάρχει ενταύθα, διότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικόν.

Πλήρης ανδρείας, μάχεται ως λέων οπότε δε, εκτελουμένης κατά γράμμα της προφητείας, εκλείπει πάσα ελπίς, οπότε το δάσος της Βιρνάμης μετακινούμενον προχωρεί κατ' αυτού, αποθνήσκει μαχόμενος και αψηφών την τύχην. Ουδ' έχει μόνην του μαχητού την γενναιότητα. Από του δευτέρου αυτού βήματος εν τη οδώ της ανομίας, παλαίει τολμηρώς κατά της ειμαρμένης.

Ο Δημήτρης επλανήθη επί πολύ εις την ερημίαν, εν μέσω του σκότους της νυκτός. Η αυγή εύρεν αυτόν επί τινος λόφου, πλησίον του ερημοκκλησίου του αγίου Γεωργίου. Όπισθεν του ερημοκκλησίου, πλησίον του τοίχου του ιερού βήματος είδε νεοσκαφή τάφον.

Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και ηδονής η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος της αιθούσης. Ιδού εγώ και πάλιν μεταλλάξασα κάτοχον.

Ήτο γέρων βοσκός εκ των αγροικοτέρων, όστις εκ του βήματος και του ήθους του εφαίνετο ότι δεν είχε καταβή ποτέ εκ της σκοπιάς, όθεν επετήρει τα σκιρτήματα των αιγών ανά τους βράχους. Επέμενε πολύ να εκβάλη πριν εισέλθη τα πέδιλά του, δεδεμένα δι' ιμάντων περί τους ταρσούς των ποδών, και μετά δυσκολίας τον έπεισεν ο ιππότης να παραιτηθή το σχέδιον τούτο.

Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου εμνήσθημεν εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον εκαλείτο υπό του λαού Αγία Αναστασία. Ανατολικόν ήτο το σωζόμενον τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα έξω και φυσικά το εξελάμβανέ τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού.

Ένδοθεν του ιερού βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού: — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!» — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών. — «Ανθρώπους και κτήνηεψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς.

Μόνος ο παπά-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα ταύτα και ασθματικά του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα: «Ο παπά-Θοδωρής, ο Σφοντύλης, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς διά της εξωθύρας του ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του». Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές όσον ο Ζάχος ήθελε να το παραστήση.