United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των Χριστουγέννων του 187 . . . την θειά-Αχτίτσα φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα.

Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης· καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην. — Πάρ' τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθη.

Το δε έθιμον του αποβάλλειν τα πέδιλα παρά την θύραν, λόγον έχει την μη μίανσιν των ταπήτων, ως προωρισμένων διά τας γονυκλισίας και τας προσευχάς.

Ο δυστυχής ιερεύς ενόμισε φυσικώ τω λόγω ότι ο συνεφημέριός του, προς ον αντεφέρετο αμοιβαίως, είχε προλάβει αυτόν, και ιδών ότι δεν ηδύνατο να αποσπασθή ευκόλως εκ της αγκάλης του ύπνου, ωφελήθη εκ της ευκαιρίας όπως δυσφημήση αυτόν παρά τοις ενορίταις του ως οκνηρόν. Ο ιερεύς εγείρεται, αναπηδά, περιβάλλεται ταχέως το ράσον, φορεί την μίαν κάλτσαν, υποδένεται τα πέδιλα, και τρέχει.

Έπειτα δε λαβών την αχειροποίητον εικόνα του Χριστού και κρατών αυτήν και ηγούμενος του στρατού μετέβη εις την παραλίαν φορών απλουστάτην στρατιωτικήν στολήν και πέδιλα όχι κόκκινα, καθώς συνήθιζαν οι Βασιλείς, αλλά μαύρα όπως των λοιπών στρατιωτών. Τότε δε ο πατριάρχης Σέργιος ηυχήθη να βαφούν κόκκινα διά του αίματος των εχθρών.

Αλλά πάραυτα επέταξεν από τους πόδας τα ελαφρά πέδιλα, δεν επρόφθασε να σηκώση την περισκελίδα, εθαλάσσωσεν ως τα γόνατα, και συνέλαβε την βάρκαν από την πρώραν της. Την έσυρε προς μικρόν πρόχειρον μώλον.

Ενέγκατε την στολήν την καλήν και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον επί την δεξιάν αυτού και πέδιλα εις τους πόδας· και θύσαντες τον μόσχον τον σιτευτόν φαγόντες ευφρανθώμεν· ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». Και εκ πρώτης όψεως ήθελε φανή ότι εδώ έμελλε να τελειώση η παραβολή ως εν μουσική αγγελικής κινύρας.

Περδίκης έχει οίκον ίδιον, μ' εξώστην επί της λεωφόρου και με φατνώματα περίχρυσα· ότι έχει υπηρέτην με λαιμοδέτην λευκόν, ίνα ανοίγη ευπροσώπως την θύραν της οικίας του, και κομψόν δίφρον, δι' ου αυτός μεν επισκέπτεται τους πελάτας του προ μεσημβρίας, η δε κυρία του εξέρχεται μετά μεσημβρίαν εις περίπατον· ότι η σύμβιος και η θυγάτηρ του ξανθή δικαεξαέτις κόρη πλήρης ποιήσεως και μυθιστορίας, ενδύονται παρά τη Λιζιέ και ότι ο υιός του, αφού γενναίως και καρτερικώς αντέστη εις όλην την παιδαγωγικήν σοφίαν των καθηγητών αυτού και διδασκάλων, επροτίμησε τέλος να κύψη υπό το κράτος ετερογενών παιδαγωγών, των εκ Γαλλίας αφθόνως εισκομιζομένων εις ανατροφήν των ελληνοπαίδων, και περιφέρων χάριν αυτών εις την οδόν Σταδίου τας στενάς και κοντάς αυτού περισκελίδας και τα μυτερά του σανδάλια έχει λόγους, λέγει, να υποθέτη, ότι μία εξ αυτών δεν είναι τοσούτον αναίσθητος προς την ελληνογαλλικήν του φρασεολογίαν, όσον διατείνονται φθονεροί τινες ομήλικες, πολύ ευρυτέρας έχοντες τας αναξυρίδας των και ολιγώτερον μυτερά τα πέδιλά των.

Ήτο γέρων βοσκός εκ των αγροικοτέρων, όστις εκ του βήματος και του ήθους του εφαίνετο ότι δεν είχε καταβή ποτέ εκ της σκοπιάς, όθεν επετήρει τα σκιρτήματα των αιγών ανά τους βράχους. Επέμενε πολύ να εκβάλη πριν εισέλθη τα πέδιλά του, δεδεμένα δι' ιμάντων περί τους ταρσούς των ποδών, και μετά δυσκολίας τον έπεισεν ο ιππότης να παραιτηθή το σχέδιον τούτο.

Στρώσετε την ύπαρξη του αρχαίου Κόσμου μπροστά μου, μουρμούρισεν ο Ρένας, και αφίσετε με να περάσω ντυμένος το χιτώνα και τα πέδιλα.,,, Η σκλαβιά του τωρινού ρούχου! Ποια επανάσταση μεγάλη θα την αλλάξει σε στάχτη.,, Στεφάνια και αλυσίδες από λευκά χέρια με περιβάλλετε.,,, Μα να έχω βάλει και το σκούφο μου.,,, Πάει στο διάβολο.