United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος να πάητην πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 «'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• τούτον τον ξένον άμοιροντην πόλι θα οδηγήσης, 10 κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15

Αλλά καλύτερα να προσπαθήσω να σας εκθέσω τα πράγματα εξ αρχής, όπως και ο Αριστόδημος τα διηγήθη εις εμένα. Μου είπε λοιπόν ότι έτυχε ν' απαντήση τον Σωκράτη λουσμένον και φορούντα εις τους πόδας τα σανδάλια, πράγμα το οποίον εκείνος δεν έκανε συχνά, εις την ερώτησίν του δε πού πηγαίνει έτσι καλλωπισμένος, — Πηγαίνω να δειπνήσω εις του Αγάθωνος, είπε.

Ο νέος Ποντίφηξ κλονούμενος υπό της χαράς, έρριψεν επί των ώμων την πορφύραν και υπεδέθη τα σταυροφόρα σανδάλια, άτινα όμως είτε διότι απεστρέφοντο τους γυναικείους πόδας είτε διότι ήσαν πολύ μεγάλα, τρις εγκατέλιπον τους πόδας της, ενώ κατέβαινε την κλίμακα του μοναστηρίου.

Οκτώ όλας ημέρας διήρκεσαν αι τελεταί, τα ποδοφιλήματα και αι φωτοχυσίαι. Αλλ’ ενώ οι τυφλώττοντες ιερείς έτριβον τα χείλη των εις της ηρωίδος ημών τα σανδάλια, η φύσις απάσα εξανίστατο κατά της τοιαύτης βεβηλώσεως.

Αλλά διαβάστε αίφνης μιαν αυθεντία, όπως ο Αριστοφάνης, θα βρήτε πως οι Ατθίδες κουμπώνονταν σφιχτά, φορούσαν σανδάλια με ψηλά τακούνια, βάφανε τα μαλλιά τους κίτρινα, έβαζαν κοκκινάδι στο πρόσωπο κ' έμοιαζαν απαράλλακτα οποιαδήποτε σημερινή ανόητη της μόδας ή πεσμένη γυναίκα.

Κερδοσκοπική και αυτή μεταμφίεσις, ως τα ρ ό π α λ α και το διά πλαγγόνων θέατρον, άτινα προ μικρού απηντήσαμεν. Διαφέρει δε μόνον κατά τούτο εκείνων, ότι οι θιασώται του είνε εφέτος καθαριώτερον και ευπρεπέστερον ενδυμένοι, μολονότι τα λευκά σανδάλια των κυριών των, όσον ευρείας και αν έχωσι τας διαστάσεις, υποφέρουσι τα πάνδεινα υπό των έτι ευρυτέρων ποδών τους οποίους περικλείουσι.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· 330 «Ευρύμαχε, δεν γίνεταιτον τόπο να 'χουν δόξα εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου και το αφανίζουν και όνειδοςεσάς φαίνοντ' εκείνα; αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα, και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. 335 τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου. και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη. αν το τανύση καιαυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος, θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα· θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, 340 και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω, και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του».

Περί την πέμπτην ώραν της νυκτός, ότε ο κώδων προσεκάλεσε τας παρθένους εις τον όρθρον, η Ιωάννα κρατούσα διά της δεξιάς χειρός τα σανδάλια, διά δε της αριστεράς την καρδίαν της, ίνα κατασιγάση τους παλμούς αυτής κατέβη την κλίμακα του κοινοβίου, ολισθαίνουσα σιωπηλώς ως όφις επί της χλόης.