United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου 340 δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα· να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση, να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση».

Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, 'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, 'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη•τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο• 330 για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης• καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε την σύντροφο και τα παιδιάτο σπίτι ν' αγκαλιάση• και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, 335 πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα, 'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, τα ημερονύκτια δαπανάτα κλάυματα η θλιμμένη• κ' εγώτον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους• 340 αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του• αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης.

Μα ως τότε εδώ χωρίς θαμό θα κοίτεσαι στα πλοία, και νύχτα μέρα γύρω σου γυναίκες των οχτρώνε θα κλαίνε δάκρια χύνοντας, αφτές π' αντάμα οι διο μας 340 με το σπαθί σκλαβώσαμε και την παλικαριά μας, των Τρώων σαν κουρσέβαμε αρχοντοπλούσιες χώρες

Εκεί είδε τους διο Αίιδες τους μαχολιμασμένους 335 πούστεκανκαι τον Τέφκρο εκεί π' ότι ήρθε οχ την καλύβακοντά· μα πού να φώναζε και ν' ακουστεί η φωνή του! τόση βουή είταν, κι' έφτανε στον ουρανό η αντάρα, καθώς βαρούσαν άπαφτα ασπίδες κράνα πόρτες· τι όρμησαν σ' όλα τα πορτιά, κι' ομπρός τους πλήθος Τρώες 340 ναν τις γκρεμίσουν πάσκιζαν με ζόρι και να μπούνε.

Δέξου χαλκό και μάλαμα που πλήθος θα σου φέρει 340 να μ' αγοράσει η μάννα μου κι' ο δύστυχος πατέρας, και σπίτι πίσω δώσ' τους το το λείψανο, που μέσα να μου το κάψουν στο καστρί οι Τρώισσες κι' οι Τρώες

Τότες του λέει με διαβολιά η κρουσταλλόκορφη Ήρα «Τι λόγος πάλι αφτός που λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου; 330 Αν τώρα αγάπη να χαρείς αποθυμάς στης Ίδας το Ξέφαντοκι' είναι όλα τους ορθάνοιχτα τριγύρωμα τι θα κάνουμε αν μας δει κάνας θεός αιώνιος αγκαλιασμένους κι' έπειτα ναν το προφτάσει τρέξει μες στους θεούς; Πώς τότες θες να σηκωθώ απ' αγάπες 335 και να φανώ στον πύργο σου μες στη γλωσσιά στα λόγια; Μα αν πια το θέλεις κι' η καρδιά σ' τ' αποθυμάει, να! έχεις γιατάκι που στον Έλυμπο σούχει φτιασμένα ο γιος σου, ο Ήφαιστος, με ταιριαστά στους παραστάτες φύλλα· εκεί σα θέλεις αγκαλιά, εκεί στο στρώμα ας πάμε340

Κι' έτρεχε πια το αίμα της τ' αθάνατο, ο νιχώρας, τέτιος που τρέχει απ' τους θεούς τους μυριοβλογημένους, 340 γιατί δεν πίνουν φλογωπό κρασί, δεν τρώνε στάρι, κι' είναι για κείνο αναίματοι κι' αθάνατους τους λένε. Κι' έρηξε αφτή με τις φωνές το γιο της οχ τα χέρια.

Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, 'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρατου Κλυτίου• κήρυκα στείλαν έπειτατο δώρα του Οδυσσέα, το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, ότ' είναι ο υιός τηςτον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 καιτο παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, ο κήρυκας, ανάμεσαταις δούλαις είπεν• «ήλθε, βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.

Μα τώρα ότι με ζύγωσε κάπιος θεός, και μούπε το Δία, ολόπρωτο οριστή, πως μας συντρέχει πάντα· έτσι όλοι ας τρέξουμε ίσα ομπρός, και δίχως πετσοκόπι 340 ας μην τον πάνε οι σκυλοχτροί τον Πάτροκλο ως στα πλοίαΕίπε, και πρώτος χύνεται μπροστά μπροστά και στέκει κι' όλοι γυρνάν και τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν.