United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΑΤ. Ορίστε λευτεριάάμμα λευτεριάταμάμ! — φόρτσ μόρτο, σάντο μάντο, μέστο ρέστο, είπε, άιδε γιαβρούμ χάψι, μήτε ικρίσι, μήτε ιλάμι , μήτε τίποτα, εμέν ίσγια στη χάψιάτζαπα μόδα στην Ελλάδα έτζι είναι; εμένδυω λόγια λένε, χορίς φταίξιμο, χωρίς τίποτα χάψι βάνουνε; να λευτεριά, να μάλαμα.......αστρονόμο πολύ σέρτι άντρωπο είναι.....γκεμ αλμάζης είναι, χιτζ λακιοδί ντε πέρνεικατόλου κατόλουέμεν βρίζει... φάρκι ντε κάμει, άντρωπο είναι, Γάινταρο είναι, ούλα ένα τ' άχη.... αρτίκ τι να κάμω τώρα; να τραβίξω ένα μπελά ήρτε κεφάλα μου, σάμπρι να κάμω, τζαρέ ντεν είναι..... σ' το κούτελο μου γραφτό ήτανε και τούτο.

Μα αν ζουν στον κάμπο, εγώ στερνά με μάλαμα κι' ασήμι τους ξαγοράζω, τι έχουνε στον πύργο οι θησαβροί μου· 50 μα αν τώρα πια σκοτώθηκαν, στα βάθια αν είναι τ' Άδη, 52 για μας αχ που τους κάναμε, για μας θα μείνει η πίκρα, μα ο άλλος κόσμοςτί θαρρείς; — μια αβγή θαν τους θρηνήσει και θα ξεχάσει, εξόν κι' εσύ παιδί μου, αν μας ρημάξεις. 55 Μόνε έμπα, γιε μου, στο καστρί, εσύ που της πατρίδας είσαι ο σωτήρας, τι ύστερατί βγαίνει; — θα δοξάσεις το σκύλο αυτό, μα, γιε μου, εσύ τη λεβεντιά θα χάσεις.

Κι όταν οι πέτρες και το χώμα τριγύρω δεν τούσωναν, έπαιρνε υλικό κι από τα «Μακρά τείχη». Τέλος έφερε και τα δέντρα της Ακαδημίας και του «Λυκείου», έφερε και σίδερο όσο ήθελε από τη Θήβα. Όσο για χρήματα, αυτά τα προμηθεύτηκε από την Επίδαυρο κι από την Ολυμπία, γιατί εκεί φύλαγαν ακόμα οι Θεοί ασήμι και μάλαμα αμέτρητο από ταφιερώματα των αρχαίων.

Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Τρία χρόνια τώρα παντρεμένος, τρία χρόνια το σπιτικό του παράδεισος, με την ακριβή του Βασιλική, δυνατόγνωμη θα πης γυναίκακαι κάμποσο αντρίκια, όσο εκείνος πάλε είτανε μαλακόκαρδος και καλόβολος, όμως με τετρακόσα πάντα κι αυτός. Ως τόσο μάλαμα η ζωή τους, κι ας κυβερνούσε η γυναίκα και παραπάνω. Ταίριαζαν και τα γούστα τους. Ως και στο καλοφάγι την ίδια όρεξη είχαν.

Σάνε ζουγραφούσε πολέμους, κυνήγια, και τέτοιες σκηνές ο βυζαντινός δεν είχε συνοδικούς κανόνες να τονέ χαλινώνουν. Τέτοιες όμως κοινές ζουγραφιές για κακή μας τύχη δε σώζουνται εξόν κάτι μικρογραφίες. Είχαν όμως κι άλλα συστήματα για μικρογραφίες, καθώς λόγου χάρη τα λεγάμενα «χειμευτά έργα», χρωματιστές δηλαδή μικρογραφίες με χημικούς τρόπους βαλμένες απάνω σε μάλαμα ή σ' ασήμι.

Τo δειλινό η Λιόλια κατέβηκε στην αυλή. Όλα γύρω της όπου έβλεπε το μάτι της, ήτανε χρυσωμένα μ’ ένα μάλαμα πορτοκαλλύ, ώριμο, παχύρρευστο σαν κάποιων παλιών κρασιών, με κάτι ήσκιους βγαλμένους από μέσα του μαβιούς, μενεξεδένιους, πορφυροπράσινους.

Μα αν των θεώνε πάλι μας δώκει η χάρη το καστρί να πάρουμε των Τρώων, μπαίνεις και πλοίο με χαλκό και μάλαμα φορτώνεις ξέχειλο, σα μοιράζουμε το πράμα, και γυναίκες 280 όπιες σ' αρέσουν Τρώισες ως είκοσι διαλέγεις, απ' τη Λενιό ύστερα τις πιο λαχταριστές στα κάλλη.

Όσο για τον άλλο λόγο που αναφέρθηκε, το πόση φτώχεια δηλαδή υπόφερνε ο τόπος τους πρώτους αιώνες από τον υψωμό της μονέδας, αυτό φυσικά σήμαινε πως όσο ακρίβαινε το μάλαμα και τασήμι, τόσο κατέβαιναν όλες οι άλλες τιμές. Κ' επειδή οι πιώτεροι, δηλαδή οι γεωργοί, δεν κέρδιζαν το καθημερνό τους σε χτήματα, παρά σε καρπό, πρέπει να υπόφερναν πολύ από τον κεφαλικό φόρο.

Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα.