United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, 84 έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τα' ασκέρι· 85 όμως την ώρα που ο ξυλάς ανοίγει το ταγάρι να φάει στη βουνολαγγαδιά, τα χέρια σα μπουχτίσουν κόβε κόβε έλατα αψηλά, και την καρδιά του πιάνει λιγούρα, κι' ένα διο μπουκιές γυρέβει να δαγκάσει· την ώρα αφτή τα τσάκισαν οι Δαναοί των Τρώων 90 τα τάγματα, φωνάζοντας στα παλλικάρια θάρρος από 'να λόχο σ' άλλονε.

Πάγαινε στη λίμνα τα πρόβατα κάθε αβγή, και πάγαινε να στείλη την καλημέρα στη καλή του τη μάνα. Έπιαν' εκεί το παχύτερο αρνί του Μπέη· τόσφαζε, τόγδερνε, το ξεκοίλιαζε κρυμένος μες το λόγκο. Το λιάνιζε καλά, τα τύλιγε μες το τομάρι του, τόδενε με βούρλα καλά στο τομάρι και τόριχνε στην καταβόθρα της λίμνας.

Έτσι με τέχνη τη δουλιά σαν την απόφτιασ' όλη, τα άρματα παίρνει και μπροστά στη Θέτη τ' απιθώνει. 615 Και κάτω αφτή απ' τις χιονιστές κορφάδες σα γεράκι πετάει, την αχτιδόλαμπρη αρματωσά κρατώντας. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή οχ τ' Ωκιανού το ρέμα ανέβαινε να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους· και φτάνει η Θέτη φέρνοντας απ' το θεό τα δώρα κάτου στα πλοία.

Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.

Μα τώρα εμένα με μισεί, και πήγε και της Θέτης 370 το θέλημα τής τόκανε, π' ομπρός του, με το χέρι κρατώντας το πηγούνι του, τα γόνατα φιλώντας, του πρόσπεσε το γιόκα της ναν της καλοκαρδίσει. Μα ας είναι, θα ξανάρθει αβγή να πει καλή μου κόρη.

Κι' ας σύρει ο κράχτης την αβγή στα βαθουλά καράβια να πει στ' Ατρέα τους διο τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη. Μα ας ρήξει τεχνικά κι' αφτό το λόγο, αν θεν να πάψουν 375 τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει

Μα όταν στον πόρο φτάσανε τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, τ' ώριου ποτάμου πούκανε ο βροχοδότης Δίας, τότε ο Έρμης τους άφισε στον Έλυμπο να σύρει, και βγήκε η ρόδινη η αβγή τους κάμπους να φωτίσει. 695 Κι' εκείνοι οι διο με κλάματα και δάκρια προχωρούσαν κατά την Τρία με το νεκρό μες στο πανώριο κάρο.