Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ο Γιάννης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο του: — Έτσι είνε οι γυναίκες, είπε. Εκείνους που χαθήκανε δεν τους λογαριάζουνε. Τα καλά που τους φέρανε αναθυμώνται μονάχα. — Ας είνε, ξαναείπε ο Μιχαληός. Αυτός το είχε πάρει απόφαση μωρέ μάτια μου. «Και τι θα κάνης μαθές εδώ στον τόπο μας;» του ξαναλέει η παπαδιά. «Ξέρω γω τι θα κάνω!
— Κάθισε τώρα, λέει ο Δημήτρης. Όπου και να είναι θα περάση ο Πανάγος. Την ξέρεις την ώρα του σαν έχη μάζωμα. Ξεκινάει αυτός πριν τους δουλευτάδες του. Να, από κειδά θα περάση. Μια του παίζεις, και γλύτωσε η τιμή μας. — Δημήτρη! ξεφωνίζει περίτρομος ο Μιχάλης. Έπειτα, κάπως παραπονιάρικα και με παρακάλιο — Έλα στο νου σου, αδερφούλη μου, ξαναλέει.
— Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική. Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τάκουσε το κάλεσμ' αυτό της Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω. — Όχι· κάλλιο να πάγω, γιατί θα προσμένη. Και τράβηξε ο Πανάγος τον ανήφορο μαζί με το σκύλο. Είταν εκείνη την ώρα ο Μιχάλης με το Σουλτάνο γενιά.
— Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά. — Ο Πανάγος! Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.
Μα δεν έχει να κάμη που ένας χωρικός, ένας δούλος, ένας εργάτης μαθαίνει πού και πού κανέναν τύπο αρχαίο και σας τον ξαναλέει. Ακούμε τα τέτοια κι ανάφτει η φαντασία μας — αμέσως νομίζουμε πως έφκολα θα μάθη και τους άλλους τύπους ο χωρικός.
Έτσι κανένας μέσα στον ύπνο του ή μέσα στο κατάχνιασμά του ακούει μιαν ιστορία παλαιική και σαν ερθή στον εαυτό του, θαρρεί πως έχει ακουσμένα κάποιο παραμύθι και το χαίρεται μονάχος του και το ξαναλέει και στους άλλους. Έτσι έχω ακουσμένα κ' εγώ τούτο το παραμύθι, ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή. Είναι το Παραμύθι της Βοσκοπούλας με τα Μαργαριτάρια.
Λοιπόν οι κακές σημασίες τι είναι; Ανοησίες κι απροσεξίες της καθαρέβουσας. Η καθαρέβουσα μας έμαθε κι άλλα που εννοείται μας τα ξαναλέει ο κ. Σωτηριάδης, επειδής είναι στενός φίλος της δημοτικής, κι αφτά είναι που η λέξη Ρωμιός και Ρωμιοσύνη μας έκοψε την εθνική παράδοση. Εδώ πια τι να σας πω; Δε μου φτάνει το φαρμάκι, πρέπει να με σφάξετε μια και καλή, γιατί δε νοιώθω.
Σάματις δεν τη γλυκόβλεπαν οι Τούρκοι τη μάννα της! Ας τα Πανάγο, ας τα! Όσο τα σκαλίζης . . . ας τα, σου λέω. Κι άπλωσε το χέρι της και ξαναπήρε το μαντίλι από τη σεντούκα, να δώση δουλειά στα ταραγμένα της νεύρα. — Μα αν της τόταξα; Ξαναλέει ο Πανάγος με καρδιοχτύπι, σα νάρριχνε τη στερνή του την τουφεκιά.
— Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.
Μα η βοή δυνατώτερα γρικιέται. «Τι θέλουν είπα;» ξαναλέει με ορμή ο ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.» «Ψωμί; και το γυρεύουν από μένα! δεν έχουν χέρια;» — «Ακαμάτης λαός», ψιθύρισε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν