United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλή ψυχή, πατέρα. — Όλα είν' υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι Και το καϋμένο το κρασί όλα τα θεμελιώνει, — Βύζαξε ακόμα μια βολά. — Ε, 'ς την υγειά σας πάλι Και να μας ζήση ο τσέλιγγας ν' αξαίνουν η κοπές του. Α! η γέρικ' η ψυχούλα μου μπροστέλεψε μια ψίχα, Όλο κι' αναθερμαίνουμαι. — Βύζα την τσίτσα, βύζα. — Τι χιόνια τώρ' απανωτά να στοίβασε ο χειμώναςτα ξάρημά μας τα βουνά!

Χάθηκε μέσα τον κάμπο, συνεπαίρνοντας του χωριού το καμάρι, της καψο-Ζαχαρούλας την παρηγοριά... — Χάι! χάι! Ψαρή μ'... — Οπού λες. Απάνου στης Αρκαδιάς τα πυκνά τα δάσα εκ' ήταν οπέβοσκε τις άπειρες κοπές του Μπέη, του Νάκο-Μήτρα ταρφανό. Κ' εκ' ήταν οπούχε τα μαντριά του. Ήταν κοντά μια λίμνα απόδιπλα. Σαλάχαε ο Αργύρης τα πρόβατα στη λίμνα, να τα ποτίση.

Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.

Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα.... — Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'.... — Οπού λες.