United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αυτά ύστερα τα ονομάτισαν και τα έκαμαν· τότε όμως, άμα ενύχτωσε, τους εσυντρόφευαν όλοι ίσαμε την κάμαρά τους, άλλοι παίζοντας το σουραύλι, άλλοι τη φλογέρα κι άλλοι κρατώντας αψηλά μεγάλες λαμπάδες. Κι όταν έφτασαν κοντά στη θύρα, ετραγουδούσανε με σκληρή κι άγρια φωνή, σαν να ξέσκιζαν τη γις με τσουγγράνα κι όχι σαν να τραγουδούσαν του γάμου το τραγούδι.

Η Α' ΓΡΑΥΣ κατ' αρχάς διατίθεται να του ομιλήση, αλλά βλέπουσα τούτον γέροντα συγκρατείται. Α' ΓΡΑΥΣ Μίλα μ' αυτόν το γέρο συ, και τράβ' από δω πέρα. Και συ, ψυχή μου Αυλητή, να πάρης τη φλογέρα, κ' έλα να παίξης μουσικής κομμάτια διαλεγμένα, οπού να ήνε άξια για σένα και για μένα.

Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε.

Και κινώντας προς αυτόν διά να τον φθάσω, ιδού και ακούω οπίσω μου μίαν φωνήν, που με έκραξε, καρτέρει, ω Βεζύρη, καρτέρει. Εγώ δε ευθύς σταματώ το άλογον, και στρέφω να ιδώ, και βλέπω τον βασιλέα που βγαίνει από το κάστρον με τα μάτια φλογερά, και με το σπαθί εις το χέρι. Τρέχει προς εμέ με μεγάλην βίαν και μου λέγει.

Ήτο τω όντι η φλογέρα του Μήτρου μικρά, χρυσίζουσα, με πέντε τρύπας, μαύρας εις τα χείλη εκ του καυτερού σιδήρου διά του οποίου ήνοιξεν αυτάς ο τεχνίτης και άλλην μίαν εις το αντίθετον μέρος.

Μια κι ανέβη το βράχο, καλημερίζει το παιδί και του λέει: «Άξιο μου παληκάρι· αλήθεια αξίζει η γλυκειά σου φλογέρα να ξυπνάη από βαθύν ύπνο τις Νεράιδες της λίμνας μου. Κι αλήθεια αξίζει να συντροφέβη της γλυκειάς μου Χανούμ το τραγούδι στην οχθιά. Κι αξίζει να συντροφέβη τάπειρά μου κοπάδια στις βοσκές.

Αν δ' επλανήθην 'στών σοφών την μαύρην ερημίαν ως πρόβατον απολωλός ως έλαφος διψώσα, μικράν δεν ηύρα όασιν, μηδέ πηγήν καμμίαν, να δροσισθή το στήθος μου κι' η φλογερά μου γλώσσα. Κι' εκ των ερήμων έρχομαι ως γέρων κεκυφώς κι' είν' έγκυον το πνεύμα μου με χίλιαις δυο ψευτιαίς, ανέσπερον εζήτησα και καταυγάζον φως, αλλ' εις το τέλος μ' άφησαν με της κολοφωτιαίς.

Αμάν! καθείς φωνάζει, κι' ακούω να στενάζη βασανισμένη πλάσις, το κύμα της θαλάσσης, η ρεμματιά, η φτέρη, το μαλακό αγέρι, ο βρέμων καταρράκτης, ο φλέγων κεραυνός, και της αυγής ο κράκτης, ο γαύρος πετεινός. Και βλέπω από πέρα ποιμενική φλογέρα να καίη τον αέρα με φλόγας στεναγμών... Και παν το αναπνέον μου ψάλλει πόνον νέον με νηστικών ορνέων απαίσιον κρωγμόν.

Συγχρόνως δε με την σκέψιν της αυτήν η Σμάλτω κατέφερε με πάθος τον πόδα επί της φλογέρας και την έθραυσεν. — Να! είπε χαιρεκάκως, ρίπτουσα τα τεμάχια αυτής προ του βοσκού. — Μη τη φλογέρα μου εφώναξεν ούτος με πόνον γιατί την σπας; — Για να μη χάση κι' άλλαις· απήντησεν η Σμάλτω επισήμως.

Δι' αυτόν άλλως αι γυναίκες εκείναι δεν ήσαν όπως αι άλλαι, διότι ήσαν τούρκισσες. Αλλά και τα λαθραία βλέμματα τα οποία έρριπτε προς τας ομοθρήσκους του γυναίκας δεν ήσαν ολιγώτερον φλογερά και αχόρταγα. Και μία χήρα ώριμος, ήτις εδέχθη κατάστηθα ένα τοιούτον πιστολισμόν, ανετινάχθη: — Πώς ξανοίγει! φωτιές βγάνουνε τα μάτια του!