United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δεν ξαναήρθε από τότε που «έδεσαν της πανδριές;» — Δεν ξανάρθε, παιδάκι μ'. — Και δεν της στέλνει γράμματα; — Κάποτε της έστελνε. Ύστερα έπαψε. Θαρρώ πως έχει καιρό να λάβη γράμμα. — Κι' αυτή τον καρτερεί ακόμα; — Τον καρτερεί. — Ως πότε; — Αχ, παιδάκι μ', μη μ' ερωτάς πολλά. Η 'πομονή πούχουμε ημείς η γυναίκες είνε μεγάλο πράμμα.

Καλώς σ' ηύρα, γυιόκα μ'. Τα είπα της Λ.... — Τι της είπες; — Τα όσα μούπες. — Δεν σου είπα να της πης τίποτε. — Κ' εγώ δεν της είπα τίποτε παραπάνω. Το πως αρωτούσες γι'αυτήν, και τον πειστικόν της, και πως τον καρτερεί δέκα χρόνια, πότε ν' άρθη. — Και τι άλλο θα της πης, γρηά Γηρακώ; — Το πως ο Αγάλλος είνε καλός απ' τους καλούς, πρώτο σόι.

Αν με φας, τι θ' απεικάσης; Σου χρειάζεται κάνα άλλο Απετούμενο μεγάλο, Κι' όχι εγώ, για να χορτάσης. Το Γεράκι λέει σ' εκείνο, Για τα αβέβιο όπιος τρέχει Μέτρα γνώσις δεν κατέχει· Και για ταύτο δε σ' αφίνω. Κάλλια πέντε και στο χέρι, Πάρα δέκα και καρτέρει. ΜΥΘΟΣ ς'.

Και κινώντας προς αυτόν διά να τον φθάσω, ιδού και ακούω οπίσω μου μίαν φωνήν, που με έκραξε, καρτέρει, ω Βεζύρη, καρτέρει. Εγώ δε ευθύς σταματώ το άλογον, και στρέφω να ιδώ, και βλέπω τον βασιλέα που βγαίνει από το κάστρον με τα μάτια φλογερά, και με το σπαθί εις το χέρι. Τρέχει προς εμέ με μεγάλην βίαν και μου λέγει.

Πήγε να πλαγιάση, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος... Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει. Η καπετάνισσα τον καρτερεί. Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανή της παπαδιάς. — Καιρός είνε, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν. Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ' τον Πειραιά.

Θανάση, αν δε σου ζήλεψα τα νειώτα, την ανδριά σου, Τ' άρματα τ' αξετίμωτα, το μάτι, το τραγούδι, Ζηλεύω αυτήν τη ξαστεριά πώχει το μέτωπό σου! Έστησε ’ς το κατώφλι μας το νεκροκρέββατό του Ο Χάρος και μας καρτερεί. Ξήπλεγαις, τρομασμέναις Μανάδαις αναρίθμηταις με κουφωμένα στήθια Φεύγουν ’ς τα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια.

Άφινέ με έτζι να ζήσης. Μια χαψιά κορμί για σένα 370 Είναι είδος στα χαμένα· Άλλο βρες να κυνηγήσης. Αν με φας, τι θ' απεικάσης; Σου χρειάζεται κάνα άλλο Απετούμενο μεγάλο, 375 Κι' όχι εγώ, για να χορτάσης. Το Γεράκι λέει σ' εκείνο, Για το αβέβιο όπιος τρέχει Μέτρα γνώσις δεν κατέχει· Και για ταύτο δε σ' αφίνω. 380 Κάλλια πέντε και στο χέρι, Πάρα δέκα και καρτέρει

Λέγοντας έτσι εκίνησαν μαζί με τον Κουλούφ διά να πηγαίνουν. Φθάνοντας δε εμπρός εις ένα μετζίτι, η γραία του λέγει· καρτέρει με εδώ, ω αυθέντη, έως να γυρίσω.

Ύπάγε, αχάριστε άνθρωπε εις τον οντά σου· σου δίδω διορίαν οκτώ ημέρας διά να στοχασθής και αποφασίσης· δεν θέλω να έχης αιτίαν διά να με κατακρίνης πως δεν σου έδωσα καιρόν να στοχασθής· μα αν ύστερον από αυτήν την διορίαν δεν ήθελες αποφασίση να κάμης ότι ζητώ από εσένα, καρτέρει όλην εκείνην την εκδίκησιν μιας γυναικός καταφρονημένης, που ημπορεί να κάμη ο θυμός της.

Και ο ψωμάς σας καρτερεί• την ώραν σας μη χάσετε κ' ελάτε τα σαγόνια σας, πολίται, να γυμνάσετε! Β' ΑΝΗΡ Σαν είνε έτσι το λοιπόν, εμένα τι με μέλει; τραβώ κ' εγώ για το φαΐ, η πόλις σαν το θέλη. Α' ΑΝΗΡ Αι! και για που, παρακαλώ, αφού δεν έχεις δώση; Β' ΑΝΗΡ Για το φαΐ. Α' ΑΝΗΡ Δεν θα το φας, αν έχουν νου και γνώσι, πριν καταθέσης βέβαια. Β' ΑΝΗΡ Πολύ καλά, τα δίνω. Α' ΑΝΗΡ Πότε λοιπόν;