Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Πήγε να πλαγιάση, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος... Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει. Η καπετάνισσα τον καρτερεί. Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανή της παπαδιάς. — Καιρός είνε, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν. Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ' τον Πειραιά.
Έβλεπα να λάμπουνε στο σκοτάδι οι σπίθες από τα πέταλα των αλόγων, αιστανόμουνα πως έβρεχε λιγότερο τώρα κ' έβλεπα την τοποθεσία να φεύγη γύρω μου σα σκοτεινή φαντασμαγορία και μιλούσα όλη την ώρα με τον εαυτό μου ακατανόητα λόγια, που δεν εννοούσα πώς μου ερχόντανε στα χείλη.
Είτανε χαραχτηριστικό του Σβεν πως μιλούσε για όλα όσα του ερχόντανε στο νου και το έκανε περσότερο απροσποίητα παρόσο το συνηθίζουν τα παιδιά, χωρίς να τον μέλη για την εντύπωση που έκανε στους μεγάλους. Ο Σβεν από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια δεν αιστάνθηκε γύρω του άλλο από θερμότητα κι αγάπη.
Τότε έσκυψε η μαμά και χάδεψε τα μαλλιά του μικρού αδελφού, χωρίς όμως να το δη εκείνος άπλωσε το άλλο χέρι της και ζήτησε το δικό μου και το έσφιξε σπασμωδικά. Μια νύχτα καθόμουνα μόνος στην κάμαρά μου κ' ήξερα πως την άλλη μέρα θα ερχόντανε οι γιατροί και θαποφασίζανε για τη ζωή ή το θάνατο του μικρού Σβεν.
Γοργά » Τ' άλογα χλιμηντρίζουν » Κι' αγρεύουνε ταις χαίταις των, » Που λες κ' έρχεται κύμα.» « Μπροστά, μπροστά ερχόντανε » Ολόμαυρη πεζούρα· » Τσιάμιδες Γκένγκαι, Αλβανοί » Τότσκιδες, Σκοδριάνοι. » Παρά κοντά τους ιππικό » Αμέτρητο. Στο χάνι » Φθάνουν σιμά και ρίχνονται, » Φωνάζουν Γιούρρα!! . Γιούρρα!!
Αλλά μια μέρα δυο χελιδόνια πέταξαν μέχρι το Τινταγκέλ κ' έφεραν μια τρίχα από τα χρυσά μαλλιά σου. Πίστεψα ότι ερχόντανε να μου αναγγείλουν ειρήνη και αγάπη. Να γιατί πέρασα τη θάλασσα κι' ήρθα να σε ζητήσω. Να γιατί αντιμετώπισα το θερίο και το φαρμάκι του. Κύτταξε αυτή την τρίχα, ραμμένη μέσα στης χρυσές κλωστές του επενδύτη μου.
Έτσι του ερχόντανε να γκρεμηστή από τα σιδερένια τα κάγκελα. Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι. — Να πάρης τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο. Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής.
Κιάν ερχόντανε είντα θάκανε; Η Πηγή ήναπτε κέσβυνεν από την εντροπήν της, η δε Ρηγινιώ, διά να της δώση καιρόν να συνέλθη και να διευθετήση τα ενδύματα και τα μαλλιά της, επλησίασεν εις το παράθυρον και εστάθη αποθαυμάζουσα τα άνθη των γλαστρών θωπεύουσα δε ένα βασιλικόν και οσφραινομένη το άρωμά του, έλεγε: — Χαρώ τονε πως μυρίζει τούτοσές ο σγουρός βασιλικός!
Είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια, όταν μια μέρα μου είπε ξαφνικά, απροετοίμαστα και χωρίς εξωτερική αφορμή, όπως ερχόντανε πάντα τα δυνατότερα αιστήματά της: — Δεν πρέπει να με κάμης ποτέ να νοιώσω πως κατιτί αναμεταξύ μας γέρασε κ' έγινε συνηθισμένο. Την ημέρα που θα το νοιώσω, θα πεθάνω. Πόσες γυναίκες δεν είπαν το ίδιο και πόσες δε ζήσανε για να γελούν έπειτα με τα λόγια τους!
Καθότανε μαζεμένη στον καναπέ, σφίγγοντας το χέρι στο μάγουλό της, τα μάτια της είτανε στεγνά και χωρίς λάμψη και κοίταζε στο μέγα σκότος. Η στάση, η όψη της κι αυτά ακόμα τα χέρια της το μαρτυρούσανε. Δοκίμασα να της μιλήσω, δοκίμασα να προφέρω τόνομά της, μα δεν απάντησε και τέλος την άφησα στη θλίψη της, περιμένοντας μ' αγωνία τα λόγια, που θα ερχόντανε άμα θα ξέσπαζε η θλίψη της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν