United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στοχαζόμουνα λιγότερο την προφητεία του παρόσο την υπερβολική αγάπη ενός παιδιού, μιαν αγάπη που ξεπερνούσε την ηλικία του και το έκανε να κάθεται κει με λίγα άνθη στο χέρι, μόνο και μόνο για να μη χάση τη στιγμή, που θα έβγαινε η μητέρα του.

Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι μου!... Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα· πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού επηγαίναμε; Πού αλλού από τον Πειραιά. Πράγματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορείς. Μα εκείνη τη βραδιά αισθανόμουν τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή που εκινδύνευα να λιποθυμήσω.

Και την επόμενη φορά η ερώτηση του θύμισε με λιγότερο πόνο την παλιά του αυτοπεποίθηση, γιατί ο Ιησούς του είπε μόνο — «Σίμωνα, γιέ του Ιωνά, Με τιμάςΞανά ο Απόστολος ταπεινά του απάντησε με τις ίδιες λέξεις όπως πριν – «Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σε αγαπώ.» «Φύλαξε τα πρόβατά μου». Αλλά ο Σίμωνας Τον είχε τρις απαρνηθεί και έτσι ήταν αρμόζον ότι τρις έπρεπε να διακηρύξει την πίστη του.

Άρχισαν τότε να κουβεντιάζουν και ο Έφις κοίταζε το αγριοτριαντάφυλλο σαν να μιλούσε μόνο σ’ αυτό. «Ο Θεός μόνο μπορεί να σκοτώνειΣταμάτησε όμως την κουβέντα επειδή από μακριά η ντόνα Έστερ του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ήταν ώρα για φαγητό. Τον Τζατσίντο τον είχε καλέσει ο παπάς και όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, έτρωγαν με καλή συντροφιά. Από τις καλύβες έβγαινε καπνός η τσίκνα.

Φυσώντας τα κοντά, σκιστά ρουθούνια του έστεκε κει και κοίταζε πώς ο Σβεν γέμιζε με άμμο ένα τενεκεδένιο κουβαδάκι αργά και προφυλαχτικά, ή πως κάποτε άλλαζε το παιγνίδι αυτό με τη λιγότερο ταιριαστή διασκέδαση να τσαλαβουτά μέσα στο βαρέλι με το νερό.

Λείπανε οι παράμερες ομιλίες με τη γυναίκα μου, έλειπε η φαιδρή συναναστροφή με τα παιδιά. Ούτε η γιορτή των Χριστουγέννων, αυτή πολύ λιγότερο, δεν ερχότανε χωρίς το αίστημα της εκνευριστικής βίας, που αφίνει πίσω κούραση, βαριέστισμα και δυσθυμία.

Και τότε όχι σαν συγγενής αλλά ναύτης. Και ο καπετάν Τραγούδας τον είχε όπως και τους άλλους ναύτες του. Τίποτα περισσότερο. Αν θέλης μάλιστα και κάτι λιγότερο από τους άλλους. — Δεν κάνει, εσυλλογίσθηκε, να του δώσω θάρρος γιατί τεμπελιάζει. Κ' η τεμπελιά 'μπορεί να τον φέρη ίσα στο δρόμο του πατέρα του. Εγύρισα πάλι στον Μανωλιό. — Βρε παιδί μου, του λέγω· τι κουβέντες είν' αυτές;

Μάταια οι άλλοι Μαθητές τον διαβεβαίωναν «Είδαμε τον Κύριο». Ευτυχώς για μας, αν και λιγότερο ευτυχώς για κείνον, διακήρυξε με έμφαση, ότι τίποτα δεν θα τον έπειθε, παρά μόνο αν έβαζε το δάκτυλό του στα σημάδια των καρφιών και τα χέρια του στο πλευρό Του. Μια βδομάδα πέρασε και οι πιστά καταγεγραμμένες αμφιβολίες του ανήσυχου Αποστόλου έμειναν ανικανοποίητες.

Όλα του φαίνονταν μακρινά, όλο και πιο μακρινά, σαν να είχε μπαρκάρει και μέσα από την γκρίζα και τρικυμισμένη θάλασσα να έβλεπε να χάνεται η ξηρά στο ορίζοντα. Να όμως ο ντον Πρέντου που γυρίζει σπίτι. Είναι λιγότερο παχύς από πριν, σαν να είχε αδειάσει κάπως. Η χρυσή του καδένα κρέμεται λίγο επάνω στο στήθος του που ασθμαίνει.

Ο τανταλιδισμός και ο φαναριωτισμός, ο ραγκαβισμός και ο λογιωτατισμός τα σημαδεύει ακόμα τα κομμάτια εκείνα· μα οι χορδές της λύρας και πλουσιώτερες είναι και θέματα εγγίζει ο νέος ποιητής και πλατύτερα και λιγότερο τριμμένα και δεξιώτερα ταγγίζει· η καθαρεύουσα και η δημοτική χωρίς να τανακατώνονν τα σύνορά τους και να τραβοχτυπιούνται στον ίδιο το χορό, περπατούνε στο δρόμο της η καθεμιά παράλληλα, με το φιλότιμο σκοπό να πάνε όλο και μπροστά.