Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Μόνο πως δεν ήθελε να πεθάνη στην εγχείριση, μα είταν ευχαριστημένη να κλείση τα μάτια ήσυχα κ' ήθελε μόνο να ζήση με τους πόνους τόσο, όσο της χρειαζότανε να προετοιμάση τα παιδιά για ό,τι μέλλει να γίνη και να ταποχαιρετήση. Όλα αυτά μου ήρθαν τόσο ξαφνικά, ώστε δεν μπορούσα να συγκεντρώσω τους στοχασμούς μου, πολύ λιγότερο να βρω λόγια να της απαντήσω.
Τι εμείς ακόμα και της Θήβας την πολιτεία πήραμε την εφταπορτωμένη, με πιο λιγότερο στρατό πιο στεριωμένο κάστρο, 407 μα άσκημα εκείνοι τέλιωσαν με τις πολλές περφάνιες. 409
Μα και με τι μούτρα ν' ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλέον; πού ο Άγιος Γιώργης! Α, όχι· αν δεν εκατέβαινα καλά· μα τόρα πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμι. Πέτρα να εχτύπαγα το λιγότερο θα ερράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε.
Ο αγώνας αυτός που άρχισα δεν είταν τίποτε λιγότερο παρά μια πάλη με το θάνατο κι ο κατοπινός καιρός ένα ατέλειωτο συνάλλασμα μεταξύ της σκοτεινότερης απελπισιάς και της φωτεινότερης ελπίδας.
Καταλαβαίνετε: έξω ήταν η γιαγιά που έσπρωχνε την πόρτα και την εμπόδιζε να φύγει. Τότε, μια φορά, πήγα εγώ στο Νούορο. Βρήκα το γαμπρό μου σ’ ένα μέρος που έμοιαζε με την κόλαση: στο Μύλο. Του τα είπα όλα. Τότε εκείνος ζήτησε τρεις μέρες άδεια και ήρθε μαζί μου. Νοίκιασε ένα άλογο, επειδή κοστίζει λιγότερο από το αμάξι, και μ’ έβαλε στα καπούλια.
Ένοιωσα πως τώρα χρειαζότανε την πίστη της, πως τη χρειάστηκε πάντα, πως η πίστη αυτή είτανε τόσο βαθιά δεμένη με το βαθήτερο είναι της και πως ίσως θα είχε υποφέρει λιγότερο, αν δεν της κλονιζότανε ποτέ η πίστη αυτή. Το ίδιο ήξερα και γω πως δεν έχασα ποτέ ολότελα την πίστη προς κάποια συνέχεια μετά το θάνατο. Προσπάθησα βέβαια να κάμω με τη λογική τη σκέψη αυτή αδύνατη μπροστά στα μάτια μου.
Του έλεγ' ακόμα πως θα τον έστελνα για πολύν καιρό στην Ευρώπη να γίνη εκεί πέρα τέλειος στην επιστήμη του. Μα αυτός μου ζητούσε «πραχτικά επαγγέλματα», μου ζητούσε — ακούς; — τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο να γίνη σιδεράς σαν και μένα.
Δε δοκιμάζανε να ξηγήσουν εκείνο που είτανε μονάχα απλό και μέγα. Ξέρανε μόνο πως η μαμά ήθελε να πεθάνη και να τα παραιτήση, αυτό γινότανε μόνο γιατί είταν άρρωστη κι αδύνατη και γιατί δεν μπορούσε να ζήση. Αν τους έλεγε κανείς πως μ' αυτό η μαμά τους έδειχνε πως ταγαπούσε κείνα λιγότερο, θα γελούσανε ή θα θυμώνανε. Τώρα μιλούσαμε για διάφορα πράματα, που δεν τάκουγα.
Ο Ούλοφ γελούσε εννοείται με το μικρό αδερφό και προσπαθούσε να τον πείση πως ένας αληθινός άντρας δε σκοτίζεται πολύ με τα κορίτσια. Κι ο Σβάντε, που στο σημείο αυτό είχε λιγότερο καθαρή τη συνείδηση, ήθελε να πειράζη το μικρό αδερφό λέγοντάς του πως είναι μικρός ακόμα. Ο Σβεν στενοχωρεμένος έτρεχε στη μαμά.
Οι θείες άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο λιγότερο συμφωνούσαν. «Να δουλέψει;», έλεγε η ντόνα Ρουθ, η πιο ήρεμη. Αφού το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν