Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο εκατέβηκα εκεί. Έκαμα τον σταυρό μου, εξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του εκατάφερα την πρώτη. Εξύπνησεν Όφις. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λέγεις κ' εχύθηκαν όλα τα ρέματα επάνω μου. Το στεκάμενο νερό εχόχλασεν, εδάρθηκε κλωθογύριστο, σκότος επήδησεν από την άβυσσο κ' έχασα τα πάντα.

Μα και με τι μούτρα ν' ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλέον; πού ο Άγιος Γιώργης! Α, όχι· αν δεν εκατέβαινα καλά· μα τόρα πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμι. Πέτρα να εχτύπαγα το λιγότερο θα ερράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε.

Ο ένας σίφουνας ψιλός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, μαύρος εκρεμόταν στα νερά και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, εκόπηκεν άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, εσκόρπισε χίλια σύψαλα η βάσις του και απόμεινε γλωσσίδι πολύκροσσο κρεμάμενος από τα σύγνεφα.

Είπε, και ζητωκράβγασε τ' ασκέρι, όπως βουήζει το κύμα απάνου σ' αψηλή ακροβραχιά, σαν έρθει 395 και το θυμώσει ο σίφουνας, σε κάβο που προβάλλει και τον χτυπάν τα κύματα με κάθε αγέρα πάντα, απ' όθε αν τύχει και φυσάει, θέλεις βοριά θες νότο. Σηκώνουνται έπειτα, σκορπάν, και τρέχουν στις καλύβες φωτιά ν' ανάψουν και ψωμί να ψυχοφάν μια στάλα.

Είνε η ψυχή της σκλαβωμένης γενιάς μας· ο Μερκούριος Μπούας. Ένας σίφουνας που αν φύσαγε καταδώθε, θα σάρωνε για μιας το Χαγάνο και τη γενιά του. Μα δεν ήταν θέλημα Θεού. Τράβηξε κατά τη Δύση και στήριξε μιαν αλάκερη αυτοκρατορία με τη λόγχη του. — Αλλοίμονο! εμουρμούρισε ο Δημητράκης δακρύζοντας. — Ναι, αλλοίμονο και τρισαλλοί! έχεις δίκιο να κλαις· μα και να βλέπης πρέπει· είπε η κόρη σοβαρά.

Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, και παίρνει δρόμο, το τειχί τρεχάτα ακολουθώντας, έπειτα ομπρός στους Αίιδες πάει στέκει και τους κάνει «Αίιδες, των χαλκόφραχτων αρχόντοι Δαναώνε, ο γιος του θεογέννητου του Πετεού σας κράζει 355 να πάτε εκεί, και μια σταλιά στη μάχη να βοηθήστεμάλιστα αν γίνεται κι' οι διοκαλυτέρα κι' οι διο σας να πάτε, τι άσκημη θα δουν γλήγορα εκεί φουρτούνα, τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί τον έσφιξαν, που αιώνια μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν. 360 Μα αν κόρωσε κι' εδώ η δουλιά και πολεμάτε, ας έρθει και μόνος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια

Νοιόθει η Νεράιδα την κλεψιά καιτο χορό που σειέται Κοντοκρατάει το χορό και κόβει το τραγούδι. — Μ' εκλέψανε! λαχταριστά και ξαφνικά φωνάζει Και παίρνει τον κατήφοροτου κυνηγού τα πόδια. Σαν ωργισμένος άνεμος, σαν σίφουνας, σαν μπόρα Κ' η άλλαις την ακολουθάν και φτάνουν τον Γιαννούλα, Μ' αυτός βαστάει το φυλαχτό, μπαρούτι και λιβάνι, Και να τον πιάσουν δεν μπορούν, ούτε να παν σιμά του.

Κι' έστειλε εφτύς στους Αίιδες τον κράχτη του το Θότη «Ξεκίνα, Θότη θεϊκέ, τον Αία τρέξε κράξ' τονας έρθουν μάλιστα κι' οι διοπες τους πως κάλια οι διο τους νάρθουν, τι γλήγορα άσκημη θα δούμε εδώ φουρτούνα· 345 τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί μας έσφιξαν, που αιώνια μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν.

Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα Παρόμοιος σίφουνας, ο εχθρός ρωτά. Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα Πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά. Χάρος ανέλπιστος περνά θερίζει Αναστηλώθηκε κ' η κλεφτουριά. Ρυάζετ' η Ρούμελητο μετερίζι Ρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά. Δεν τον επρόφταιναν... Τον ανακράζουν Δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός.

Τρεις ώραις ανδρειεύονται... Πλακόνει κι' ο Βριόνης Σα μαύρη βαρυχειμωνιά... Χαλάζι το μολύβι... Σκάφτουν το χώμα τάλογα... Σίφουνας, συντελεία... Χνώτο με χνώτο πολεμούν... Αδερφωμένο βρέχει Το αίμα ταρβανίτικο τη γη με το δικό μας... Έχουν την ίδια τη βαφή... Αν σμίγουν πεθαμένα Πώς δε θα σμίξουν ζωντανά;..

Λέξη Της Ημέρας

σαδδουκαίον

Άλλοι Ψάχνουν