United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συντρόφους τόσους καταγής ο Κομματάς να βλέπη, 505 Καθόλου δεν αργοποράει να εκδικηθή, ως πρέπει· Τον παινεμένον Πλεμονά εχώρισε στη μέση, Και παγομένον παρευτύς τον έκαμε να πέση.

Αντί εγώ να δειχθώ φοβισμένος από τα λόγια της, και να δοθώ εις φυγήν, της είπα· κυρία μου, εγώ είμαι ένας ξένος, και δεν ηξεύρω τους νόμους της Αιγύπτου· μα με όλον τούτο και αν ήθελα τους ηξεύρει, το κάλλος σου με ήθελεν εμποδίσει να τους φυλάξω. Α τολμηρέ και αυθάδη, εφώναξεν, εκείνη η τόλμη σου θέλει σε κάμει να δοκιμάσης εκείνο που σου πρέπει· και ετραβήχθη με θυμόν από το παραθύρι.

ΜΙΡ. Κάθησε, και ωστόσο εγώ φέρνω τα γογγύλια σου· παρακαλώ σε, δόσ' μου το αυτό· εγώ σου το φέρνω στη θιμωνιά. ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, πολύτιμο πλάσμα· καλύτερα να κοπούν τα νεύρα μου, ν' ανοιχθούν η πλάτες μου, παρά να υποφέρης εσύ παρόμοιαν ατιμία, κ' εγώ να κάθωμαι οκνός να σε κυττάζω. ΜΙΡ. Μου πρέπει όσο σου πρέπει· κ' εγώ θα το έκανα πολύ ευκολώτερα, γιατί εγώ το καλοθέλω, κ' εσύ το μισείς.

Τι εγώ σας λέω πως πίσω να πάμε πρέπει· εδώ ξανά μεσόκαμπα δεν πρέπει 255 να μας ξανάβρει η χαραβγή, τι το καστρί είναι αλάργα. Τι έχτρα σαν είχε με το γιο τ' Ατρέα αφτός ο άντρας, πιο τότες είταν οι οχτροί στη μάχη του χεριού μας.

Όσο γένεται με κόπο 805 Και μ' αγώνα του ο καλός Ακατάπαυτα φουσκόνει, Ωσπού σκάζει σαν τρελλός. Έτζι όλοι αποχαλνιούνται, Όσοι δεν ευχαριστιούνται, 810 Να πορεύουν τη ζωή τους Κατά την κατάστασί τους. Τα μεγάλα επιθυμόντας, Περηφάνιαις κυνηγόντας, Καταντάν σε φαντασία, 815 Που τους φέρει εις δυστυχία, Και ο κόσμος, που τους βλέπει, Τους γελάει, γιατί τους πρέπει·

Ίσως καλά δεν είναι, Όταν κανένας ασθενής παραμελεί τα χρέη που όταν είναι υγιής να λησμονή δεν πρέπει· και όλοι μας αλλάζομεν, όταν βιάζη η φύσις και την ψυχήν μας να πονή μαζί με το κορμί μας. Πρέπει κ' εγώ υπομονήν να έχω, και λυπούμαι, πώς να με πάρη ο θυμός, και πώς να λογαριάσω την φυσικήν παραξενιάν ενός αρρωστημένου, ωσάν να ήτον υγιής...

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Εις τους βαθείς σου στεναγμούς υπάρχει λόγος· το βογγητό σου αυτό να μου εξηγήσης πρέπει· πού είν' ο υιός σου; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ολίγο αφήσετέ μας μόνους. — Αχ! Κύριέ μου, τ' είδ' απόψε! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τι, Γελτρούδη; πώς είν' ο Αμλέτος; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αχ! τρελλός, καθώς μανίζουν θάλασσα και άνεμος, οπότε αντιπαλαίουν καθένας τους να δείξη την υπεροχήν του.

Να σου ειπώ, αδερφή, της λέγει· Μια φορά πασάνας φταίγει, Μόν ο φρόνιμος σαν πάθη, Υστερώτερα θα μάθη Να νογάη, και να προβλέπη Να φυλάγεται όπως πρέπει· Έτζι εγώ μες το τριφύλλι Δε μ' απόσταινε τ' αχείλι, Άνοιξι και καλοκαίρι, Να λαλώ το μεσημέρι· Μόν αφόντης μ' έχουν πιάση, Η ανάγκη μ' έχει βιάση Το συνήθιο μου ν' αφήσω, Κι' άλλα μέτρα ν' αποχτήσω.

Όμως εκείνη η καϋμένη καλλίτερα έχει να βλέπη... δεν ηξεύ- ρω τι, παρά εκείνον. Κάποτε διά να την χολιάσω, της λέγω, ότι ο Πάρης είναι ο γαμβρός οπού της πρέπει· αλλά όταν ακούη τέτοια λόγια· κιτρινίζει 'σαν το πανί, η καϋμένη. — Ειπέ μου δεν αρχίζουν με το ίδιον ψηφίον Ρωμαίος και ρόδον; ΡΩΜΑΙΟΣ Ναι, παραμάνα· διατί ερωτάς; Και τα δυο με ρω.

Για μένα και για σένα δεν είνε. — Είνε, είπε πεισματικά ο Αριστόδημος· θα γίνουμε κ' εμείς σοφοί. — Σοφοί; Όχι, δεν πρέπει· η σοφία μπορεί να βγαίνη από τη ζωή μα ζωή δεν είνε. Να γίνουμε σοφοί; Στο μέλλον ίσως· τόρα όμως όχι. — Γιατί; — Γιατί; δεν το κατάλαβες; Η ζωή τρέχει και πρέπει να την προφτάσουμε. Δύναμη τώρα χρειαζόμαστε, όχι σοφία. Μπράτσα δυνατά και κοφτερά νύχια.