United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Α θες το ξόδι του, όπως λες, του γιου μου ν' αποσώσω, 660 γιε του Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα. Τι ξέρεις, μες στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαριά 'ναι φοβισμένος.

Εγώ τους απεκρίθηκα με θυμόν ωσάν να καταφρονούσα τους φοβερισμούς σου, μα μέσα μου απόμεινα πολλά φοβισμένος, και δεν απέρασεν ολίγον, αφού και απέστειλα τους ταχυδρόμους σου, που να μην έμπω εις τον στοχασμόν με την Δεινολβάτζην, τι στράταν έπρεπε να πάρωμεν.

Το πλήθος ανεγνώρισε τον Αυγουστιανόν εκ του πλουσίου χιτώνας του και πάραυτα κραυγαί αντήχησαν: «Θάνατος εις τον Νέρωνα και εις τους εμπρηστάς τουΕκατοντάδες βραχιόνων ετείνοντο απειλητικαί κατά του Βινικίου. Αλλ' ο ίππος του φοβισμένος έτρεχε μακρύτερα, ποδοπατών τους εφορμώντας και νέον κύμα καπνού εβύθισε την οδόν εις το σκότος.

Αντί εγώ να δειχθώ φοβισμένος από τα λόγια της, και να δοθώ εις φυγήν, της είπα· κυρία μου, εγώ είμαι ένας ξένος, και δεν ηξεύρω τους νόμους της Αιγύπτου· μα με όλον τούτο και αν ήθελα τους ηξεύρει, το κάλλος σου με ήθελεν εμποδίσει να τους φυλάξω. Α τολμηρέ και αυθάδη, εφώναξεν, εκείνη η τόλμη σου θέλει σε κάμει να δοκιμάσης εκείνο που σου πρέπει· και ετραβήχθη με θυμόν από το παραθύρι.

ΖΕΥΣ. Πωπώ! με ποίαν βοήν το πλήθος επεδοκίμασε τους λόγους του Δάμιδος• ο δε δικός μας φαίνεται ότι περιέπεσεν εις αμηχανίαν• φαίνεται ότι τα έχει χάση, είνε φοβισμένος, τρέμει. Έτοιμος να ρίψη την ασπίδα, παρατηρεί γύρω διά να ιδή από πού να φύγη.

Ο Έφις τον κοίταζε από κάτω, φοβισμένος κι εκείνος ο ογκώδης καβαλάρης του φαινόταν, μέσα στο πορφυρό δειλινό, σαν ένα πουλί της συμφοράς, ένα από τα τόσα νυχτερινά τέρατα που τον φόβιζαν. «Χριστέ μου, σώσε μας. Παναγιά μου του Ριμέντιο, φύλαξέ μας…»

Ο δον Ισσάχαρ, που είναι ο τραπεζίτης της αυλής κι' άνθρωπος μεγάλης υπόληψης δε δέχτηκε να κάμη τίποτε. Ο Ιερεξεταστής τον απείλησε μ' ένα άουτο-ντα-φε. Τέλος ο Εβραίος μου φοβισμένος έκλεισε μια συμφωνία κατά την οποία το σπίτι κ' εγώ θ' ανήκαμε και στους δυο από κοινού. Ο Εβραίος θάχε για τον εαυτό του τις Δευτέρες, τις Τετάρτες και τα Σάββατα και ο Ιερεξεταστής τις άλλες μέρες της βδομάδας.

Τον ηύρα εξηπλωμένον κατά γης εις την κάππαν του επάνω, Ήτο ήσυχος, αλλ' ωχρός και φοβισμένος. Μου είπεν ότι δεν ημπορεί να πάρη την αναπνοήν του, ότι του έρχεται κάποτε ωσάν πνίξιμον εις τον λαιμόν, ότι στενοχωρείται υπερβολικά. Του έδωκα ολίγον γάλα και τον παρεκίνησα να το πίη. Ανεσηκώθη, επήρε το αγγείον από τας χείρας μου και ητοιμάσθη να το γευθή.

Και συνάζοντας φοβισμένος μερικά ξύλα έτρεξα εις την πολιτείαν. Ο ράπτης ως με είδε, με συνεχάρη, πως ήμουν υγιής, επειδή εφοβήθη να μη μου συνέβη κανένα κακόν εις δύο ημέρας που έλειψα.

Συνήρχετο όμως ο γέρων αμέσως και τότε τα μάτια του επλημμυρούσαν από δάκρυα. Μια νύχτα, είχαν περάσει εννέα ημέραι από τον θάνατοντου εφάνη πως άργισε να σηκωθή· είχε λειτουργίαν εις το Κάστρο, τρεις ώραις δρόμον, εδέχθη δε επίτηδες προς παραμυθίαν με την εξοχήν. Εξύπνησε μεσάνυκτα, φοβισμένος ότι επέρασεν η ώρα και εφώναξε: — Κουκκίτσα! Θαρθής στο Κάστρο;