United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιός έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλλιτερεύει η εργασία του καθενός. Ο γιός μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή.

Η ζημία ζωής και χρημάτων, ην επροξένει ο επί τέλους αποθνήσκων επί της λαιμοτόμου ληστής, είνε αναξία παντός λόγου παραβαλλομένη προς την καταδίκην εις την πείναν ή την αυτοκτονίαν, ην επιβάλλει σήμερον ο ουδέποτε σχεδόν τιμωρούμενος τραπεζίτης εις ασυγκρίτως ανώτερον αριθμόν θυμάτων.

Ούτε το χαμομήλι Ούτε η χολάτη η κυκλαμιά. Ολόγυρά του σπλόνοι Και δρακοντιαίς φαρμακεραίς. 'Σ το χώμα κάπου κάπου Σπαρμένα ραχοκόκκαλα, που τάχε ξεσαρκώση Ο τραπεζίτης του σκυλιού, του κόρακα το νύχι, Εσέποντο χωρίς ταφή.

Σαρανταπέντε!! Συ φαίνεσαι πολύ πιο μικρός. Μα είσαι σε αλήθεια σαρανταπέντε; — Είναι από την καλοπέραση. Μάγειρας βλέπεις. Το έλεγε με τον ίδιο τόνο που θα έλεγε άλλος ότι είναι τραπεζίτης. Ύστερα χτύπησε την κοιλιά του. Έμοιαζε με τουλούμι γεμάτο κρασί. Μεγάλο τουλούμι μάλιστα. Όταν τη ξαναχτύπησε, ο Ρένας άκουσεν ένα. — Γκλουκ. Γκλουκ. — Πατριαρχική κοιλιά έχεις.

Και ο πατέρας πάλι μ ι α τέχνη μονάχα ξέρει να διδάξει στο παιδί του, την τέχνη που ξέρει, τ η δ ι κ ή τ ο υ την τέχνη. Και τότε ο γιός, εξακολουθώντας την τέχνη του πατέρα του, μπορεί να την καλλιτερέψει. Μονομιάς ο άνθρωπος από παπουτσής δε γίνεται στρατηγός ουδέ τραπεζίτης. Και του παπουτσή ο γιός δε γίνεται πρωθυπουργός.

Και παντρεμμένος, έρωτα, για σε ας λαχταρώ . . . ω! αν μας έλειπε κι' αυτός ο γυιός της Αφροδίτης, και πάντοτε και μάλιστα σε τούτο τον καιρό, που πρέπει το ελάχιστον να ήσαι τραπεζίτης, γυναίκα δεν θα έβλεπαν 'στο μάτι των ποτέ οι αμελείς φιλόσοφοι καθώς κι' οι ποιηταί.

Ερχόταν κορδωμένος και γελαστός σαν τραπεζίτης που ασφάλισε για καλά τα χρήματά του. Η μόνη θλίψη που του θάμπωνε τη ζωή, ήταν που δεν εύρισκε το κατάλληλο βάθρο της Δόξας του. Είχε αληθινά τον κορμό της καρυάς, μα τώρα κάμποσες μέρες τον εύρισκε αταίριαστον κι αυτόν. Τι τα θες, αδερφέ! δεν πήγαινε καρυά να βαστάη έν' άγαλμα! Σκέφτονταν να ξεφλουδίση τον κορμό και να τον περάση με βάμμα.

Γεώργιος Μεμιδώφ ο πατέρας, ιδιοκτήτης κτημάτων, κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, τραπεζίτης, αλλά και σπάταλος και ακατάστατος τόσον, ώστε σήμερα να ευρίσκεται εις την ανάγκην να χρυσώση της ωραίες αυτές φίρμες της υψηλής καταγωγής του με το πρηγκιπικό χρυσάφι της κ. Πετρώφ. Επί τέλους αυτά είναι ντροπή σου να τα επαναλαμβάνης! Είναι ντροπή σου, ακούς. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Σιώπησε. Πήγαινε.

Κύττα, κύττα . . . κι' εδώ κι' εκεί πέρα όλοι κτίζουν, και συσυμφορά σου! — κτίζεις σπήτια, μα πού; . . . 'στον αέρα· αλλ' αυτά πάρτα συ, χάρισμά σου. Κύττα έναν που πάει 'μπροστά. . μήπως είναι κανείς τραπεζίτης; κύτταξέ τον τι πόζα βαστά . . . κι' όμως ξέρεις τι είναι; . . . μεσίτης.