United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τις βρύχωρες τις βρακούλες του· με τα ξεγυμνωμένα πάνω ως το γόνα, στραγκημένα, ξεραγκιανά καλαμόπουδά του· με το σουλουπιάρικο, τόσο δα, κατάξαρο, σουφρωμένο προσωπάκι του· με τα ψαρά γενάκια του, μαδημένα σαν του τσόλου τα φτερούγια, σπαρμένα δώθε κείθε στο αλατοψημένο το πετσί του, πάνω στάσαρκα ριζάφτια του κολλημένα· με δυο ματάκια, ρουφημένα μέσα, γουβωμένα, μικρούτσικα κ' έξυπνα, σπίθες στο γιαλό, γεμάτα αγάπη και χαρά, γεμάτα καλοσύνη και γλύκα.

»Όλα τ' αφίνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω. Και τώχω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα Αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω. Ευχαριστώ σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα Και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου. Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση Και στοίχειωσε κάθε κλονί από τα χώματά μου Να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.» »Θέ μου!

Παραπέρα έβλεπα τη μεριά, που για πρώτη φορά είπα «σ' αγαπώ» στην ώμορφη γειτονοπούλα μου. Μ' ένα λόγο, έβλεπα τόσα, που δε μπορούν να μπούνε σ' αυτό εδώ για το χαρτί. Νειάτα σπαρμένα καταγής, σα λουλούδια απριλιάτικα, σαν άνθια μαγιάτικα, σαν τριαντάφυλλα μοσκομυρωδάτα.

Κάνει μεγάλη καταστροφή στα χωράφια, που είναι σπαρμένα αραποσίτι. Το τομάρι του είναι περίφημο. Τα ισκιώματα είναι φαντάσματα, δαιμονικά, που πετούν στον αγέρα, ενώ οι κατσιποδιαραίοι περπατούν στη γη. Είναι η καταστροφή των ποντικιών. Δεν τα τρώγει, αλλά τα πνίγει μόνον και τ’ αφίνει. Αυτό το τετράποδο είναι μικρό και συμπαθητικό και πολύ συχνά έρχεται μέσα στα χωριά, για να καταστρέψη ποντίκια.

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ' άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.

Ένας από τους αγωγιάτες πήγε κοντά 'ςτα πράμματα για να μη πηδήσουν δώθε από το ρέμμα και μπουν μέσα 'ςτα καλαμπόκια και κάμουν ζημιά. Τα λίγα χωράφια των Παλιοχωρίτων, χωρισμένα με ξερολίθι και βασταγμένα με τοίχους απάνου 'ςτες κατωφέριες και 'ςτους βράχους, ήταν σπαρμένα με καλαμπόκια.

Μάλωσε τα παιδιά σου να μη μου χαλνούν τον κήπον. — Έχεις κήπον; — Έχω ένα μικρόν. — Και τι έχεις σπαρμένα; κρομμύδια, μαρούλια; . . . — Όχι. Βασιλικούς και άλλα διάφορα μυριστικά. — Ουφ! είπεν η χωρική, αισθανθείσα αηδίαν επί τη ματαιοπονία της νέας. Και τι σου χρησιμεύουν αυτά; — Μ' αρέσουν, είπεν η Αϊμά. — Και σου τα χαλνούν τα παιδιά μου; — Ναι, — Με ποίον τρόπον;

Να λησμονήση όλα, όλα· να λείψη από τη σάχλα και την ανορεξιά της καθημερινής ζωής του, να χάση από τα μάτια του τον κόσμον και την αηδία του, να μείνη σφιχτά δεμένος παντοτεινά σ' αυτή την όμορφη εξοχή, σ' αυτόν τον χαριτωμένο τόπο, ανάμεσα σε πρασινάδα και σε ομορφιά αγροτική, χωριάτικη, ξένοιαστη, μέσα στα σπαρμένα ξανθά σιταροχώραφα και στα πράσινα αμπέλια, σ' αυτό το μικρουλάκι σπιτάκι, ανάμεσα στην αληθινή, στην αφκιασίδωτη φύση και εξοχή.

Έλεγεν η γρηά-Κυρατσού, διηγουμένη τα του γάμου της Θωμαής εις μίαν ξηροκίτρινην γειτόνισσάν της, άτυχον και πανάτυχον γυναίκα, ήτις άεργος, με κρεμασμένα τα χέρια από το πρωί ως το βράδυ, μη έχουσα ουδέ κουκκιά καν σπαρμένα να τα σκαλίζη, εύρισκεν ευχαρίστησιν να σκαλίζη τα σκάνδαλα του μικρού χωρίου, ως αι όρνιθες την κόπρον, και είχε πλησιάση προς τον σκοπόν αυτόν την γρηά-Κυρατσού.

Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Κ' έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κ' έγεινε σαν πήττα! Κ' έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κ' επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάση όσον το δυνατόν γρηγορώτερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγη.