United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς όταν πανώρια γυναίκα, που καταμάγεψε τον κόσμο με τη νιότη της και με την ομορφιά της, αγκομαχάη, χτικιασμένη και βασανίζεται σ' αρρώστου κρεββάτι, κ' έρχουνται φίλοι πολλοί και με λούλουδα και με δώρα αρχοντικά της λαφραίνουν τις θλιβερές της ώρες, υγεία όμως και δύναμη να της δώσουνε δεν έχουν τρόπο, μάλιστα κι αν αναλάβη η άρρωστη, αυτοί με τα όργια τους την ξανακυλούνε, — έτσι μας φαίνεται πως κ' οι μεγαλόκαρδοι εκείνοι οι Ρωμαίοι που και πριν από το Σύλλα και κατόπι την αγάπησαν την Ελλάδα και με πλούσια δώρα την καταστόλισαν, το βαθιορριζωμένο πάθος που τηνέ μάραινε δεν μπορούσανε να της το γιατρέψουν και μήτε το σκοπεύανε.

ΦΛΕΡΗΣΠήγαινε να τήνε ιδής, σε παρακαλώ και γράψε κανένα γιατρικό. ΜΙΣΤΡΑΣΠηγαίνω. Μα το γιατρικό σου το είπα από τώρα. Να το ξέρεις, μάτια μου. ΦΛΕΡΗΣΆφισε σε παρακαλώ τις συμβουλές. Σου ζήτησα συνταγή. ΜΙΣΤΡΑΣΣαν επιμένεις. Σου δίνω πάλι ένα κουρέλι. Ut aliquid fiad, που λέει κι' ο Λατίνος. Πες μου αλήθεια.

Τοιαύτα φανταζόμενος ο Μανώλης συνεκινείτο μέχρι δακρύων και έλεγε: — Μα είντα φταίει κιόλας αυτή η μαυρομοίρα; ... .Όι, Τερερέ, δε θα σ' αφήσω 'γώ να τήνε πάρης· καλλίτερα να σε πάρη ο διάολος. Επιστρέψας δε εις το χωριό, αντί ν' αποφύγη διά λοξοδρομίας, ως από τινος συνήθιζε, τον δρόμον του Θωμά, εβάδισε κατ' ευθείαν.

Μύθος δεν είνε, εγώ πονώ κ' εσύ το ξέρεις Χρύσω. — Η κόρη ολόρθη σώπαινε, κι' όντας σωπαίν' η κόρη Κ' όντας δε φεύγει δε προγγά, θα πη πως δεν πεισμώνει, Θα πη πως την ελόχεψε κι αυτή με το κεντρί της Η μέλισσα η χρυσόφτερη που τήνε λεν Αγάπη, Και με τα λόγια τα γλυκά τ' αγούρου αναγαλιάζει. Ψάρεψε ο Λάμπρος στη σκοπή τ' άφαντο μυστικό της.

Ο μόνος άθρωπος που τα καλογνώριζε τα φυσικά του και κάπως τον κυβερνούσε, είταν αυτή η γριά. Τηνε σέβουνταν, ίσως και τηνε φοβότανε λιγάκι ο Δημήτρης την κερά Φρόσω. Μα και πόλεμος να είτανε και σφαγή να πλάκωνε, ο Δημήτρης έπρεπε να πάρη και της πεθεράς του τη γνώμη πρι ναποφασίση. Έπειτα, δεν τάλεγε και του βρόντου η γριά. Τετρακόσια τα είχε κι αυτή, σαν τόσες άλλες ζαρωματιασμένες νησιώτισσες.

Τόπιασε η Κερά Γιώργαινα στα χέρια της το παιδί που γεννήθηκε χωρίς πνοή: χλωμό-χλωμό, σαν από κερί ασπροκίτρινο με τα χειλάκια του και ταυτάκια του και τα δαχτυλάκια των ποδιών και των χεριών του μελανιασμένα, μαβιοκόκκινα. . . Τo χτύπησε η Κερά Γιώργαινα πίσω στις πλάτες και στις πατούνες, το τράνταξε, του πέταξε νερό στο μουτράκι του με το στόμα της. . και σα δεν ανάσαινε μ' όλ' αυτά, του φύσηξε δυνατά μέσα στο στοματάκι τον και μονομιάς φταρνίστηκε. . και σιγά-σιγά ρόδισε, μα μόλις-όσο ροδίζει εν’ άσπρο τριαντάφυλλο-κ’ έζησε. . κι άρχισε να κλαίη αχνά, καθώς μπήκε στη ζωή. . . Σαν κερένια κούκλα ήτον το τσαμένο, σαν κούκλα πούβγαζε και λίγη φωνή άμα τηνέ ζουλούσαν. . . -Κοριτσάκι είνε Λιόλια μου, μα ότι και νάναι να σου ζήση και σπιτονοικοκυρά!

Το μουστάκι του πάλε, το καστανό, το ψιλόχνουδο, το πηχτουλό, σου παρουσίαζε αντροσύνη και ζεστασιά, που τα ψιλογραμμένα τα φρύδια δεν τηνε δείχνανε. Όσο για τα μαύρα του μάτια, τα στοχαστικά και τα γοργοκίνητα, τέλος δεν είχε η λυπητερή διαφανάδα τους. Με το Κρητικό το μαυρομάντιλο τυλιγμένο περίγυρα στην κορφή του, δεν τα πολυστερούσουνα τα σγουρά του.

Καθ' όσον εν τη μονή ταύτη είχε χειροτονηθή ο Διάκος. Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι Σου εδείξανε την πλάτη του.. σ. 94. Ότε απεφάσισα μετ' ακριβείας να μάθω τα περί της οιωνοσκοπείας ταύτης θρυλλούμενα, επορεύθην πρός τινα υπερεκατοντούτην βλαχοποιμένα, και εύρων αυτόν εν ώρα χειμώνος θερμαινόμενον υπό τον ήλιον και επιτηρούντα μακρόθεν το ποίμνιον, — Καλώς τα κάνεις, γέροντα.

Η χήρα έκαμε μορφασμόν αποστροφής: — Μα είντα τση ρέγεσαι; Δε μου λες; — Αυτή 'νε καλή. Μούδε ταδελφού τση, μούδε του κυρού τση μοιάζει. — Κατές είντα λέει ένας παλιός λόγος; Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Καλή φαίνετ' εδά, μα σαν τήνε κουκλωθής θα δης πως είνε θυγατέρα του Θωμά κιαδερφή του Στρατή του φαρμακίτη.

Κιαπόι, εξηκολούθησεν η Σαϊτονικολίνα, δεν τήνε λυπάσαι την κακομοίρα την Πηγή; σαυτήν εξεθύμανεν εκείνη την ημέρα ο βάρβαρος ο Στρατής· κιαπό τότε κλαίει απαρηγόρητα η δύστυχη για την προσβολή που σούκαμ' αδερφός τση.