United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο απηλπισμένος πλέον από τας ερωτικάς επιχειρήσεις, εντελώς απηλπισμένος. Και ενώπιόν του παρουσιάζετο ως αναπόφευκτον πλέον το δεύτερον μέρος της αποφάσεώς του· η απαγωγή. Αφού δε επ' ολίγον εσκέφθη, είπε προς την χήραν: — Να πης της θυγατέρας σου πως θα τήνε κλέψω. Εβαρέθηκα μπλειο. Η χήρα εστέναξε και πάλιν· έμεινε δε και τον παρετήρει απομακρυνόμενον, έως ότου έπαυσε να φαίνεται.

Μη ξεχάσης να βάλης χαμηλά τη ροδαρά σου, γιατί δε θα φτάξη το Γιωργιό και θα τήνε πάρη κιανείς άλλος. Το Βαγγελιό έκαμε να γελάση, αλλά φαινότανε πως δεν είχε όρεξη. Στο πείσμα όμως κείνης πούθελε να με πειράξη γιατ' ήμουν μικρός, εγώ στο ξεστόλισμα πήρα την ανθοδέσμη του Βαγγελιού.

Αποτραβιέται δυο βήματα παραπίσω, μην τύχη και τηνε δη. Έτσι, σα να το σκόπευε κιόλας. Πέρασε ως τόσο ο Πανάγος άβλαβος κι άγκιχτος, κ' έμεινε η Ασήμω στεκάμενη ακόμη στ' απλάδι σαν παραλογιασμένη, σαν υπνοβάτρα που έννοιωθε και δεν έννοιωθε. Υπνοβάτρα που κάποιου φοβερού βραχνά προσταγή λες κι άκουγε μες στον παραδαρμένο της νου.

Είταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε. — Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάννα. — Τηνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πας στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τηνε γλύτωσε από τα καταραμένα τους νύχια.

Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τηνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψη δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια ρημιά. Τώρα και μπρος η δουλειά μας πρέπει να γίνη σοβαρά και συλλογισμένα, γιατί σοβαρός είναι κι ο σκοπός του μυστικού αυτού ταξιδιού.

Το πρωί πρωί, ό τι έφεξε, μεγάλο πάλε βουητό, μεγάλο κακό στο χωριό από τη μιαν άκρη ως στην άλλη! Η μαζώχτρα! Η μαζώχτρα η Ασήμω τάφτιαξε όλα! Ψυχή δεν απόμεινε που δεν τόξερε πως την είχανε φυλακισμένη μες στο κελλί, και πως θα τηνε φέρουνε του Δεσπότη. Ως και στα Τούρκικα πήγε αστραπή το χαμπάρι. Χριστιανοί και Τούρκοι, όλοι όξω φρενών, πούγινε αφορμή μια μαζώχτρα και ρήμαξε το χωριό.

Ουδ' εγώ τη θυμάμαι, είπε κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης. Δεν ηξέρω αν ακόμα τη θυμούνται οι αγωγιάτες μου, όμως εγώ δε θα τηνε ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, γιατ' ακριβά τήνε πλέρωσ' αργότερα μ' αρρώστια τρίμηνη 'ςτό στρώμα. Απόδειπνα άρχεψαν άλλες κουβέντες οι αγωγιάτες. Είπαν τα χωριανικά πρώτα.

Εις κάθε συνάντησίν των η Πηγή επεχείρει να του είπη κάτι περί της Μαργής, αλλ' ακατανίκητος συστολή την ημπόδιζεν. Επί τέλους μίαν ημέραν ηδυνήθη να εκστομίση το όνομα της Ζερβουδοπούλας. — Όλος ο κόσμος, μπάρμπα-Νικολή, λέει πως αγαπά τη Ζερβουδοπούλα ... . Ο Σαϊτονικολής εγέλασεν: — Αυτή τη σουρλάντα! Αυτή κι' αυτός ν' απομείνουνε στον κόσμο δεν τήνε παίρνει.

Πάρε τα σημάδια και τη θυγατέρα σου· μα παίρνοντάς τηνε δόσε τη στο Δάφνη γυναίκα· και τους δυο τους πετάξαμε· και τους δυο τους εβρήκαμε· για τους δυο ενοιάστηκαν ο Πάνας κ' οι Νύμφες κι ο Έρωτας. Παραδεχότανε τα λόγια αυτά ο Μεγακλής κ' έστειλε κ' εφώναξε τη γυναίκα του τη Ρόδη κ' εκρατούσε τη Χλόη στην αγκαλιά του· κ' εκοιμηθήκανε μένοντας αυτού.

« Την 'πήρατο χαρέμι μου. » Και πρώτη τήνε 'φκιάνω » Την είχα 'σάν κορίτσι μου, » Την είχα 'σάν παιδί μου. » Μ' εφίλει· μου 'μαλάκωνε » Την άγρια ψυχή μου » Μου 'φαίνονταν 'σάν άγγελος «'Πό τον θεό, 'πό πάνω