United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κάλυμμά του, είς επαναστατικός μαύρος κούκος από τον καιρόν τον Θεσσαλικών, είχε πέσει κάτω χωρίς να το εννοήση. — Ακόμα· νάρθη και η Κρατήρα· απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος· και εξηκολούθησε την διήγησίν του : — Λοιπόν που λες, μπορούσα με το κοντάρι να κάμω δρόμο μέσα σε τόσο χιόνι; Έδωσα, έδωσα, κολλήγα μου, ως που έσπασε το ξύλο. Τότε απηλπισμένος άρχισα να φωνάζω· αλλά ποιος να με ακούση!

Και αυτός ο γέρω-Μπούμπας, οπού ήλπιζε μια φορά τέλος πάντων, να ευρεθή τα Χριστούγεννα εις την πατρίδα του, απηλπισμένος και αυτός, με οργήν έσφιγγε μέσα εις τας σκληράς παλάμας του τους αφρούς, που του έρριπτον εις το στήθος του επάνω τα κύματα, αναθεματίζων αυτά και λέγων: — Δεν με ρίχνεται σαν τον Ιωνά ς' την θάλασσα, να μπονατσάρη!

Εφρόντισε δι' όλων των μέσων ο γέρω Βαγγέλης όπως εύρη τα χρήματα, απετάθη παντού, πληρώνων όσο-όσο τόκον διά να μη του αφήσουν την κόρην κ' εντροπιασθή τ' όνομά του, αλλά τίποτε δεν ηδυνήθη να κατορθώση. Ήδη η Κυριακή επλησίαζε και ο βλαχοποιμήν ήτο απηλπισμένος. — Να σου πω και πόσα σου λείπουν; ηρώτησεν αίφνης αυτόν ο Δημήτρης. — Τι τα ρωτάς· όσα κ' αν λείπουν για 'μας είνε πολλά.

Τις εγώ ο νομίσας ότι ήσαν εις την εξουσίαν μου της φύσεως τα μυστήρια; Ότε είδα την ωχρότητα του θανάτου εις το πρόσωπόν της και ήκουσα τους τελευταίους βιαίους παλμούς της καρδίας της, τότε συνησθάνθην την φρίκην του έργου μου και απηλπισμένος έτρεξα και ερρίφθην εις την θάλασσαν. Διατί με έσωσαν; Διατί δεν με αφήκαν να αποθάνω; Τι εκέρδισα ζων;

Όταν ενύκτωσεν, άρχισαν να βγαίνουν έξω και να περιπατούν εκείνοι οι φοβεροί δράκοντες και τα συρίσματά τους και η φοβερά βοή με έβαλον εις μεγάλον φόβον και τρόμον όλην εκείνην την νύκτα, τόσον που έμεινα ημιθανής και απηλπισμένος από την ζωήν μου χωρίς να αποκοιμηθώ παντελώς.

Είναι εννέα ωρών δρόμος, είπεν απηλπισμένος ο Βράγγης. — Δεν βλάπτει, τον παίρνεις δι' επτά ώρας. — Και τι θα κάμω; — Να του είπης .... — Τι; — Να σου δώση την φλοκάταν του . . . — Την φλοκάταν του; — Ναι. — Να την κάμω τι; — Να μου την φέρης. Ο Βράγγης εκρέμασε τας χείρας περί τα πλευρά, και το ήθος του ήτο πλήρες ερωτημάτων και αποριών.

Τότε περίλυπος, απηλπισμένος, φεύγων τους πολυθορύβους κύκλους, στερρώς δε εμμένων εις τα ονειροπολήματά του εκείνα τα οποία όσον από τους άλλους επεριφρονούτο τόσον εις αυτόν εγίνοντο ιερώτερα, επεριπάτει μίαν ημέραν εις τας σκολιάς οδούς του Ψυρή, αναζητώντας μοναστικόν δωμάτιον, όπως αφανής θρηνή εκεί τα νεκρωθέντα όνειρά του.

Η αυγή επάλαιεν ακόμη κατά του σκότους, ότε γυμνοκέφαλος, ανυπόδητος και απηλπισμένος εξήλθε του σπηλαίου ο δυστυχής νεανίας· αλλ' ουδαμού της Ιωάννας ίχνος. Αφού δις και τρις περιέδραμεν εις μάτην τον λόφον, ώρμησε προς την παραλίαν ως κάπρος πηδών από βράχου εις βράχον την κορυφήν και κράζων «Ιωάνναμεγάλη τη φωνή.

Ήτο απηλπισμένος πλέον από τας ερωτικάς επιχειρήσεις, εντελώς απηλπισμένος. Και ενώπιόν του παρουσιάζετο ως αναπόφευκτον πλέον το δεύτερον μέρος της αποφάσεώς του· η απαγωγή. Αφού δε επ' ολίγον εσκέφθη, είπε προς την χήραν: — Να πης της θυγατέρας σου πως θα τήνε κλέψω. Εβαρέθηκα μπλειο. Η χήρα εστέναξε και πάλιν· έμεινε δε και τον παρετήρει απομακρυνόμενον, έως ότου έπαυσε να φαίνεται.

Εφ' ικανήν ώραν συνδιελέχθημεν επί του θέματος, κ' εγώ, όστις ήμην τελείως απηλπισμένος περί ανακαλύψεως του φονέως, διά τε τον παρεμπεσόντα χρόνον και διά τας ευθύς μετά τον φόνον επισυμβάσας ως εκ του πολέμου καταστροφάς εν τη επαρχία ημών, δεν ήργησα να πεισθώ ότι είναι πιθανόν ακόμη να δοθή δικαιοσύνη εις τον ατυχή νεκρόν μας.