United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δ' έφθασεν εκεί δεν εύρε παρά το μάλλινον σακκίδιον του βοσκού, κρεμάμενον από ενός στύλου κ' επί του πατώματος της σκιάδος το σιλάχι και την κατερρακωμένην φλοκάταν του. Η Σμάλτω εθυμώθη διότι δεν τον εύρεν εκεί, να του είπη μίαν ώραν αρχίτερα ό,τι έπρεπε να ελαφρυνθή επί τέλους.

Είναι εννέα ωρών δρόμος, είπεν απηλπισμένος ο Βράγγης. — Δεν βλάπτει, τον παίρνεις δι' επτά ώρας. — Και τι θα κάμω; — Να του είπης .... — Τι; — Να σου δώση την φλοκάταν του . . . — Την φλοκάταν του; — Ναι. — Να την κάμω τι; — Να μου την φέρης. Ο Βράγγης εκρέμασε τας χείρας περί τα πλευρά, και το ήθος του ήτο πλήρες ερωτημάτων και αποριών.

Όσον σιγανόν και αν ήτο το κίνημα του Δαρώτα, αρπάσαντος την φλοκάταν, και όσον εγγύς του ύπνου και αν ευρίσκετο ο Βράγγης, ήκουσεν ουχ ήττον ελαφρόν κρότον όπισθέν του. Εστράφη, αλλά δεν ενόησε κατ' αρχάς την έλλειψιν της πολυτίμου φλοκάτας. Από της κενής όμως θέσεως το βλέμμα του μετέβη γοργώς εις τον φεύγοντα Δαρώταν.

Αφού εκρήμνισε την μικράν κόρην, ενόμισε καλόν να γείνη άφαντος. — Τω όντι, διενόθη ο Βράγγης, τούτο ήτο το καλλίτερον όπου είχε να κάμη. Αλλ' εγώ τι να κάμω; Αν δε μου έκλεφταν την φλοκάταν, ιδού πού θα εχρησίμευε τώρα. Αλλά και πάλιν καλλίτερον οπού μου έκλεψαν μίαν φλοκάταν, και έσωσα μίαν ψυχήν. Αλλά πρέπει να την σώσω μέχρι τέλους. Εξηκολούθησεν ανενδότως τας προστρίψεις και τας εμπνοάς.

Εάν ο Ιωάννης Βράγγης είχε προλάβει να αρπάση από των χειρών του Δαρώτα την φλοκάταν, ην είχε δανεισθή όπως φέρη προς τον κύριόν του, και με τόσην τέχνην του αφείλεν εκείνος, διαλαθών την ουχί λίαν εντεταμένην προσοχήν του, δεν ήθελεν υποστή την απώλειαν τούτην, εφ' ή ουδέποτε έμελλε να παρηγορηθή.

Συγχρόνως υπεξείλεν ηρέμα την φλοκάταν όπισθεν των ώμων του Βράγγη, μη παρατηρήσαντος αυτόν, και έφυγε τραπείς την προς την κώμην άγουσαν. Διότι, ότε επαρουσιάσθη το πρώτον προς τον Βράγγην, δεν ήλθε διά της αυτής οδού, ην ηκολούθησε και ούτος, αλλά διά της αντιθέτου.

Είχε τους οφθαλμούς ημικλείστους και προσεπάθει ν' αποσείση τον ύπνον, όστις ήρχισε ν' αποναρκόνη αυτόν κατ' ολίγον. Την πήραν, την ράβδον και την φλοκάταν είχεν ακουμβήσει όπισθεν αυτού παρά τον κορμόν της πλατάνου. Ο Δαρώτας τω είπεν, ως να τον είχε καλέσει ο Βράγγης, ή ως να τον προέτρεπε να μείνη·Θα υπάγω. Είναι καιρός. Τόσον δρόμον έτρεξα σήμερον!...

Αλλ' η γενναιότης σας με συγχωρεί να της ενθυμίσω, δεν στερείται μόνον την φλοκάταν, είπε δειλώς ο Βράγγης. Η γεναιότης σας δεν έχει ούτε στολήν καθαράν, ούτε θώρακα, ούτε υποκάμισον . . . — Ανόητε, και δεν ειξεύρεις ότι η τάξις απαιτεί να είμαι κομβωμένος, όταν θα παρουσιασθώ; Πού θα ίδη ο κόμης αν θα έχω θώρακα ή υποκάμισον; Η φλοκάτα τα σκεπάζει όλα. — Υπομονή, είπεν αποφασιστικώς ο Βράγγης.

Εκάθισε παρά την βρύσιν, απέμαξε διά της χειρός τον ιδρώτα από του μετώπου του, εστέναξε παρατεταμένως και διηπόρει τι ώφειλε να πράξη. Αδύνατον τω εφαίνετο να επανέλθη με κενάς χείρας προς τον κύριόν του. Τι να τω είπη; Να ψευσθή προς αυτόν ότι ο Λιμπέρης δεν ηθέλησε να τω δώση την φλοκάταν; Αλλ' ο γέρων αρματωλός ταχέως ήθελε μάθει την αλήθειαν.