United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε αληθές, είπεν η Σιξτίνα. — Ειξεύρεις λοιπόν; — Έκαμα την νοσοκόμον διά σε, κόρη μου, είπε μετ' ειλικρινούς συμπαθείας η Σιξτίνα. — Λοιπόν είνε η σειρά σας να μου διηγηθήτε, μήτερ μου. — Θα σοι διηγηθώ όσα ειξεύρω, απήντησεν η Σιξτίνα. Αλλά ποίους λόγους να είχεν ο άνθρωπος εκείνος διά να θελήση τον θάνατόν σου; — Αυτό δεν ειξεύρω, είπεν η Αϊμά. — Και όμως ήθελα να το μάθωμεν.

Εν τούτοις ο Βούγκος εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Λάκωνα και τω είπε·Θα σ' ερωτήσω ένα πράγμα. — Λέγε. — Ειξεύρεις ότι εγώ είμαι πονηρότερος από όσον φαίνομαι! — Και τι με τούτο; — Πολλαίς φοραίς καταλαβαίνω πολλά, αλλά δεν λέγω τίποτε. — Έτσι έ; — Την άλλην φοράν, όταν είχες λείψει διά μίαν ημέραν από εδώ, το ενθυμείσαι; — Το ενθυμούμαι.

Ποιος είνε ο Χόμο; — Ο Χόμο είνε ο σκύλος μου, αυτός εδώ που σε γαυγίζει. Σιούτ, Χόμο. — Και ειμπορείς να μου κάμης μίαν εκδούλευσιν; επανέλαβεν ο ξένος. — Εκδούλευσιν, βέβαια. — Ειξεύρεις να μου πης ένα πράγμα που θα σ' ερωτήσω; — Ερώτησέ με πρώτα, και ύστερα θα σου αποκριθώ. — Είδες εις αυτό το μοναστήρι τίποτε αυτάς τας ημέρας; — Τι τίποτε; — Είδες μίαν νέαν που την έφεραν εδώ μέσα;

Ολομόναχος θα ήτον, αν δεν εβαστούσε στην αγκαλιά του μία μικρή κορασίδα. — Τον είδες από σιμά; — Όπως σας βλέπω, αφέντη. — Εκείνος σε είδε; — Θα με είδε. — Και δεν του ωμίλησες; — Εφοβήθηκα, αφέντη. — Τι εφοβήθηκες; — Μου φάνηκε σαν έξω απ' εδώ, αφέντη. — Και έφυγεν απ' εκεί; — Έφυγε. — Τον είδες πού διευθύνετο; — Τον είδα. — Ώστε ειξεύρεις τώρα πού είνε; — Δεν ξέρω, αφέντη.

Θα τους ακολουθήσωμεν, είπεν ο Χίλων, θα ίδωμεν πού εισέρχονται και αύριον ή καλλίτερα σήμερον, αυθέντα με τους δούλους σου θα καταλάβης όλας τας εξόδους της οικίας και θα την αρπάσης. — Όχι, είπεν ο Βινίκιος. — Τι θέλεις να κάμης, αυθέντα; — Θα εισέλθωμεν κατόπιν της εις την οικίαν και θα την αρπάσωμεν πάραυτα. Ειξεύρεις τι θα κάμης, Κρότων, ή όχι;

Αλλά συ δεν τα ειξεύρεις αυτά, κόρη μου. Στοιχηματίζω ότι αγνοείς και αν υπήρξε ποτε Σολομών. Τόσον καλλίτερον αγνόει, κόρη μου, αγνόει, επέφερε με αλλόκοτον μειδίαμα η μοναχή. Όσον πλειότερον αγνοείς, τόσον ευτυχεστέρα είσαι.

Και όμως εγώ θέλω να εξετάσω και να σκεφθώ συζητών μαζί σου τι πιθανόν να είναι αυτή. Μένων Και πώς θα συζητήσης, Σωκράτη, δι' εκείνο το οποίον δεν γνωρίζεις καθόλου τι είναι; ποίαν αρχήν έχεις διά να ζητήσης πράγματα που αγνοείς; και πώς θα την αναγνωρίσης την αρετήν, εάν πιθανόν την επιτύχης, αφού διόλου δεν την ειξεύρεις; Σωκράτης Εννοώ τι θέλεις να ειπής, Μένων.

— Ω, αχ, έκαμεν ο Μάχτος. — Διά μίαν αδελφήν; επανέλαβεν ο φρουρός. — Ναι, δι' αδελφήν, είπεν ο Μάχτος. — Σε λυπούμαι, φίλε μου, είπεν ο φρουρός. Και εκινήθη όπως απομακρυνθή. Ο Μάχτος τον εκράτησεν εκ της χειρίδος του χιτώνος. — Στάσου, είπε. — Τι θέλεις; — Ειξεύρεις πού θα την πάγουν; ηρώτησεν ο Μάχτος, λησμονήσας ότι την αυτήν ερώτησιν απηύθυνεν αρτίως ο φρουρός προς αυτόν.

Ο Μάχτος καλέσας τον κάπηλον τω είπε κρυφίως·Ειξεύρεις γράμματα; — Δεν ειξεύρω, απήντησεν ο Κατούνας. — Δεν είνε κανείς άλλος εδώ να ειξεύρη; ηρώτησεν ο νέος. Ο Κατούνας τω έδειξε διά της χειρός τον Σκούνταν. Το βλέμμα του Μάχτου εστράφη προς αυτόν. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Σκούντας παρατηρήσας ότι ωμίλουν περί αυτού. — Τίποτε, απήντησεν ο Κατούνας. Ο φίλος εδώ κάτι μ' ερωτά.

Εσύ καλά ειξεύρεις ότι τα πράγματα των μεγάλων ανθρώπων πρέπει να είνε μυστικά, έως που αυτοί θελήσουν· όθεν διά τώρα έπαρε τον γαμβρόν σου εις το σπήτι σου και δέξου τον κατά την μεγαλειότητά του, και παράγγειλε της θυγατρός σου να του δείξη κάθε υπακοήν και τιμήν, κάνοντας να τελειωθή και το στεφάνωμα ετούτην την νύκτα.