Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Ο γέρων Γάρμπος δικαιολογούμενος μάλλον προς εαυτόν ή απαντών εις τας ερωτήσεις του συντρόφου του, είπε μετ' εμφάσεως· — Αλλά συ είσαι ανόητος, δεν σκέπτεσαι τίποτε πλειότερον από τα μυαλά σου. Δεν ειξεύρεις λοιπόν ότι αύριον φθάνει ο κόμης, και θα παρουσιασθώ εις αυτόν να του ζητήσω την άδειαν να στρατολογήσω! Και πώς θα παρουσιασθώ εις αυτόν χωρίς φλοκάτα; . . .
Η εντολή της ήτο να σου φέρη την τροφήν σου και να φύγη. Η Αϊμά δεν απήντησε. — Διά να μείνη λοιπόν τεσσάρας ώρας κατά συνέχειαν μετά σου, παρέβη τα χρέη της, και διά να τα παραβή, θα ειπή ότι είχε λόγους. Τους λόγους λοιπόν τούτους επιθυμώ κ' εγώ να μάθω. Η Αϊμά παρετήρει έκπληκτος. — Ειξεύρεις έν πράγμα; επανέλαβεν η ηγουμένη.
— Τόσον το καλλίτερον, είπεν ο Σκούντας στενάζων. Παραδόξως δ' εσκυθρώπασε, και δεν επέμεινε περιπλέον εις το θέμα τούτο του λόγου. — Ας έλθωμεν εις το προκείμενον, είπεν. — Ας έλθωμεν. — Έως πότε λέγεις να φθάση εδώ; — Ποίος; — Ο Καρδινάλιος, αυτός, πώς τον λέγουν. — Δυστυχώς αυτός ο Δερμίνιος, ο υποκριτής, ελησμόνησε να βάλη την χρονολογίαν εις την επιστολήν. — Όστε δεν ειξεύρεις;
Δεν ήσαν εξ εκείνων οίτινες ενεργούσι τα πράγματα προς επίδειξιν. — Λοιπόν, έλεγεν ο είς, πώς το ειξεύρεις; — Έχω πληροφορίας, σοι λέγω, απήντα ο έτερος. — Πόθεν σου ήλθαν; ηρώτα ο πρώτος, όστις εφημίζετο ως επιτήδειος κλέπτης, ήτο δε διάσημος εις τα πέριξ. Ωνομάζετο Σκούντας, επεκαλείτο δε κοινώς &Περίδρομος&. — Μου ήλθαν από την Ρώμην, απήντα ο δεύτερος, Τρανταχτής ονόματι.
— Απορώ δι' έν μόνον πράγμα, ότι όλα αυτά δεν σε κουράζουν ακόμη, απήντησεν ο Βινίκιος. — Ειξεύρεις πόθεν προέρχεται τούτο; Είμαι κουρασμένος από πολλού, αλλά δεν έχω την ηλικίαν σου. Άλλως τε έχω άλλας κλίσεις, αι οποίαι λείπουν από σε.
Ο Πρωτόγυφτος έξυσεν ολίγον την κεφαλήν, υπετονθόρυσε με τον λάρυγγα έν πεπηγμένον &γρου χμου!& και είτα είπεν· — Ειμπορεί να μη τα καταφέρνω καλά. Αν ήθελεν ο άρχων να με βοηθήση — Λοιπόν πρέπει να τα είπω εγώ αντί σου; — Αν αγαπά ο άρχων. — Υπομονή τότε. Ειξεύρεις ότι αυτήν την στιγμήν φθάνει εδώ ο Θεόδωρος να μας εύρη; — Ειξεύρω — Και δεν θα είνε μόνος του.
— Εκείνοι που σου παρέδωκαν αυτήν την μικράν, ποίας συστάσεις σου έκαμαν; Ποίας παραγγελίας σοι άφησαν περί αυτής; Δεν απήντησα. Αλλ' ο ξένος επανέλαβε μετ' ολίγον· — Σπουδαίας συστάσεις σοι έκαμαν περί αυτής, διότι εκείνοι έχουν σκοπούς. Συ όμως δεν τους ειξεύρεις. Εκ της τελευταίας φράσεως εκινήθη άκρως η περιέργειά μου.
Τέλος, καθίσας υπό τινα οξυάν, της οποίας το φύλλωμα φωτιζόμενον υπό των ακτίνων εσχημάτιζεν εις την γην οφθαλμοειδή σημεία, έστειλε και προσεκάλεσε την Ευνίκην. Εκείνη εφάνη ενεδεδυμένη λευκά, με κλάδον μύρτου εις την κόμην, ωραία ως Χάρις και εκάθησε πλησίον του. — Ευνίκη, είπεν εκείνος, από πολλού δεν είσαι πλέον δούλη. Το ειξεύρεις;
— Δεν είπες ότι εκεί κατοικεί; — Είπα προς εκείνο το μέρος, δεν είπα εις ποιο κελλί. — Α, έκαμεν ο ξένος πεισθείς. Λοιπόν δεν το ειξεύρεις. — Τώρα είπες την αλήθειαν. — Αλλ' ειμπορείς να το μάθης; επανέλαβε μετά τινα σκέψιν. — Ειμπορώ βέβαια. — Και θα με πληροφορήσης; — Σίγουρα. — Ιδού, λάβε τούτο, είπε δίδων αυτώ χρυσούν νόμισμα. Ο Τρέκλας το έλαβε, το έψαυσε, και το έκρυψεν εις την ζώνην του.
Οι στρογγύλοι οφθαλμοί του Σπόρου έγιναν ακόμη στρογγυλώτεροι, και ο οίνος ευρέθη ενώπιον του Χίλωνος. Ούτος έβρεξε τον δάκτυλόν του εντός αυτού, εχάραξεν ένα ιχθύν επί της τραπέζης, και είπεν: — Ειξεύρεις τι σημαίνει τούτο; — Ψάρι! Μεγάλο πράγμα! . . . είναι ψάρι . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν