United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την έλαβα προ οκτώ ημερών. Η επιστολή λέγει ότι μετά ένα μήνα θα γείνη το ταξείδιον. — Λοιπόν; — Αν υπολογίσωμεν και τρεις εβδομάδας επάνω κάτω ίσως να φθάση εις χείρας μου η επιστολή . . . — Ως τόσον, πιστεύω. — Ο καρδινάλιος τότε είνε εις τον δρόμον. — Βέβαια. — Λοιπόν;..... Ο Τρανταχτής εκύτταξεν ατενώς κατά πρόσωπον τον Σκούνταν. Ούτος δε κατέστη σύννους και σκεπτικός επί τινας στιγμάς.

Έπειτα, αφού έχεις δουλειά, το ξεύρω πως δεν αδειάζεις, και αφού δεν αδειάζεις, θα πη πως έχεις δουλειά· ώστε δεν μου λες τίποτε νεώτερον. — Και νυστάζω, είπεν ο Τρανταχτής τρίβων τους οφθαλμούς. — Αυτό κάθε μέρα συμβαίνει, ώστε και αυτό δεν είνε νεώτερον. — Δεν είνε που έχω δουλειά, αλλά είχα δώσει μίαν υπόσχεσιν, και δεν ειμπορώ να φυλάξω τον λόγον μου.

Εδώ είνε, είπε τέλος η Βεάτη. Αλλ' ειπέ μοι, διατί ο Τρανταχτής ενδιαφέρεται; — Αυτή είνε πτωχή νέα αξιολύπητη, και φαίνεται ότι ο Τρανταχτής είνε φίλος της οικογενείας της, είπεν ο Σκούντας. Και εις ποίον μέρος, παρακαλώ, κατοικεί αυτή; — Παντού ανακατόνεται αυτός ο ευλογημένος ο Τρανταχτής, είπεν η Βεάτη. Και πόθεν έμαθεν ότι ευρίσκεται αυτή εδώ;

Πάντες ούτοι ούτ' είχον παρατηρήσει την λαθραίαν εξαφάνισιν του Κατούνα, ούτε ηδύναντο να υποπτεύσωσιν αυτήν. Αλλ' ο ημέτερος φίλος Τρανταχτής είχε συνήθειαν να παρατηρή πάντοτε τα συμβαίνοντα, και ουδεμία λεπτομέρεια διέφευγε την προσοχήν αυτού. Άλλως δε και αν ήτο αφηρημένος, ήθελεν ευκόλως παρατηρήσει ότι είχεν απομονωθή, μετά την έξοδον των λοιπών προσώπων.

Την γνωρίζει λοιπόν ο Τρανταχτής; εξηκολούθησεν η ΒεάτηΒέβαια την γνωρίζει.... — Και ποίαν σχέσιν έχει μαζή της; επανέλαβεν η Βεάτη. — Βέβαια πρέπει να έχη κάποιαν σχέσιν, είπε σοβαρώς ο Σκούντας. Αλλά δεν μοι λέγετε, ευρίσκεται αυτή εδώ; — Και διά ποίον σκοπόν ο Τρανταχτής θέλει να μάθη δι' αυτήν; — Έχει σκοπόν βέβαια, είπεν ανυπομόνως ο Σκούντας. Αλλ' είνε εδώ αυτή ακόμη;

Ούτος δεν είχε πολλήν περιέργειαν εις τας θορυβώδεις σκηνάς, και δεν ηγάπα άλλους επίσκέπτας πλην των συνήθων οινοποτών. — Ησυχάσατε! έλεγεν ο Τρανταχτής. Τι έτρεξε; — Μη ζυγόνετε, Γύφτοι! έκραξεν ο Σκούντας. Ιδών ούτος το ερεθιστικόν της σκηνής ταύτης, ενόμισε καλόν να κάμη τον ανδρείον. — Ειπέτε μου εμένα, τι θέλετε; είπεν ο Τρανταχτής, επιθυμών να γείνη διαιτητής.

Τι πράγμα; — Δεν μπορείς να πάγης; — Πού; — Εις το μοναστήρι. — Με τα σωστά σου το λες; — Δεν είνε τρόπος; — Ω διάβολε, τρόπος. — Ώστε θα μ' αφήσης εις την στενοχωρίαν; — Να ήτο στενοχωρία, ναι. Αλλ' αυτό δεν μου φαίνεται σπουδαίον. — Δεν σου φαίνεται; Νόστιμον. — Ας είνε όσον νόστιμον θέλει. — Ας αφήσωμε τα λόγια, είπεν ο Τρανταχτής. Θα υπάγης; — Διάβολε! επιμένεις, βλέπω. — Βέβαια επιμένω.

Φαίνεται ότι εγίνωσκεν ούτος ότι η Αϊμά ευρίσκετο εν τω ειρημένω μοναστηρίω, ο δε Τρανταχτής ηγνόει το πράγμα. — Και τώρα τι να κάμω εγώ; είπεν ο Τρανταχτής. Έχω εκείνην την δουλειά όπου ξεύρεις αύριο, και δεν ειμπορώ να πάγω εκεί. — Τι να σε κάμω! είπεν ο Σκούντας μετ' άκρας απαθείας. — Δεν θα ήτο άσχημον να εύρισκα μέσον να το στείλω. — Ειμπορεί να εύρης. — Ειξεύρεις κανένα;

Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.

Και πώς συμβαίνει ώστε ο Πάπας να είνε ανταποκριτής σου; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Όπως συμβαίνουν όλα τα πράγματα, απήντησεν ο Τρανταχτής. — Εξήγησέ μου λοιπόν πώς συμβαίνουν τότε, διότι εγώ δεν το ειξεύρω. — Διά να συμβή κάτι, είπεν ο Τρανταχτής, εγώ ωμίλησα με σπουδαίους ανθρώπους και το έμαθα αυτό, απαιτούνται δύο τινά· θέλησις και δύναμις. — Λοιπόν;