United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Λιγειεύς έφερεν όπισθεν της κεφαλής του τον βραχίονα τον ροπαλοειδή και ήρχισε να μουρμουρίζη, τρίβων τον τράχηλόν του εν αμηχανία. Όσον ήτο δυνατόν, θα προσεπάθει να . . . Αλλ' εάν δεν είναι δυνατόν; . . . Ανάγκη εν τοσούτω να την αρπάση!

ΑΓΟΡ. Και ποιον ακολουθείς και μιμείσαι; ΔΙΟΓ. Τον Ηρακλέα. ΑΓΟΡ. Κατά το ξύλον που κρατείς του ομοιάζεις• αλλά διατί δεν φορείς και την λεοντήν; ΔΙΟΓ. Η λεοντή μου είνε αυτός ο τρίβων. Το έργον μου δε είνε να πολεμώ, όπως εκείνος, τας ηδονάς, όχι κατά διαταγήν άλλου, αλλ' εκουσίως. Ο σκοπός μου είνε να καθαρίσω από αυτάς τον κόσμον. ΑΓΟΡ. Ευγενής σκοπός.

Ο Κύριος Κωνσταντίνος Σάθας τρίβων περί τα τοιαύτα θεωρεί επίσης αναντίρρητον την χρονολογίαν του Κυρίου Φιλήμονος συνεπεία διαβεβαιώσεων συλλεχθεισών επί τόπου ένθα διασώζεται και η φήμη ότι ο αείμνηστος είδε κατ' όναρ και τον άγιον της ημέρας προτρέποντα αυτόν εις μάχην.

Μη έχων πρόχειρον άλλο, ουδέ θέλων να διακόψη την εργασίαν, εμηχανεύθη να μαλακώση τον πάριον λίθον τρίβων δι' ενός μήλου, όπερ είχε περισσεύση εκ των αποτελούντων το λιτόν αυτού δείπνον δύο.

Και σαν τονέ γυρίση στο μαΐστρο; επέμεινεν ο μαραγκός. — Κη χωρίς να τονέ γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ' λέω, πως απ' την Κεχρεά κ' εκεί θε νάχουμε θαλασσίτσα, είπε τρίβων τας χείρας ο Στεφανής. Αυτά είνε αποθαλασσιαίς και δεν λείπουν, κατάλαβες, κι' ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι' ούλο στρήβει. Μα δε μας πειράζ' ημάς αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνω μ', ο Στεφανής σας παίρνει απάν' τ'!

Έπειτα, αφού έχεις δουλειά, το ξεύρω πως δεν αδειάζεις, και αφού δεν αδειάζεις, θα πη πως έχεις δουλειά· ώστε δεν μου λες τίποτε νεώτερον. — Και νυστάζω, είπεν ο Τρανταχτής τρίβων τους οφθαλμούς. — Αυτό κάθε μέρα συμβαίνει, ώστε και αυτό δεν είνε νεώτερον. — Δεν είνε που έχω δουλειά, αλλά είχα δώσει μίαν υπόσχεσιν, και δεν ειμπορώ να φυλάξω τον λόγον μου.

Τα λουτρά, ο κήπος, η οικοκυρά, και πλην αυτών η ωραιοτέρα βάρκα της Σύρου, ανήκον τότε εις τον άνθρωπον εκείνον, του οποίου μόνον το όνομα δεν ηδυνάμην να ενθυμηθώ. Επί τέλους όμως κατώρθωσα να ανεύρω και τούτο· — Ο Αργύρης Ζώμας! ανέκραξα τρίβων τους οφθαλμούς μου. — Όλος-όλος, απεκρίθη ο δυστυχής σπογγίζων τους ιδικούς του. — Και πώς κατήντησες εδώ;

Δεν είναι καλά, το παιδί; Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου. Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον. — Τι είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς. Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.

Τελειόνει τας διαταγάς του ο πλοίαρχος και τρίβων τας χείρας του βηματίζει επί της πρύμνης· αμέριμνος πλέον ως εργάτης σχολάσας από την εργασίαν του. Σχοινία και ιστία, τα πολύπλοκα άρμενα όλα αναμίξ επί του καταστρώματος και άλλα επί των ιστών. Οι ναύται ερπύζοντες ανέρχονται επί των κεραιών και περιμαζεύουσι περιδένοντες πάντα εν τάξει.