Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Και τόσον λοιπόν κρονόληρος κατήντησες, Σωκράτη, είπεν ο Διονυσόδωρος, ώστε να έρχεσαι να μας επαναλαμβάνης τώρα εκείνα που είπαμεν εις την αρχήν; και αν είπα τίποτα πέρυσι θα το ενθυμηθής τώρα, με αυτά όμως που σου λέγω αυτήν την στιγμήν δεν ηξεύρεις τι να κάμης; — Διότι, είπα εγώ, είναι πολύ δύσκολα· και φυσικά, αφού τα λέγουν άνθρωποι τόσον σοφοί· και αυτό που είπες τώρα τελευταία είναι όχι ολιγώτερον δύσκολον, και πράγματι δεν ηξεύρω τι να κάμω· διότι τι θέλεις να είπης με αυτό το: &δεν ηξεύρεις τι να κάμης&, που μου λέγεις, Διονυσόδωρε; ότι δηλαδή δεν ημπορώ να αναιρέσω τα επιχειρήματά σου; διότι, ειπέ μου, τι άλλο εννοεί αυτή η φράσις σου: &δεν ηξεύρεις τι να κάμης& με τον λόγον μου; — Ακριβώς αυτό που λέγεις, πως είναι πολύ δύσκολον να κάμης τίποτε· διότι, έλα να σ' ερωτήσω. — Πριν να μου απαντήσης εσύ, Διονυσόδωρε; — Πώς, δεν θέλεις να αποκριθής λοιπόν; — Μα είναι δίκαιον αυτό; — Και βέβαια είναι. — Και για ποιο λόγο; ή επειδή ίσως μας ήλθες εδώ πράγματι σοφώτατος εις την τέχνην των λόγων και γνωρίζεις πότε πρέπει να αποκρίνεται κανείς και πότε δεν πρέπει; έτσι και τώρα δεν θα απαντήσης ουδέ λέξιν, επειδή γνωρίζεις ίσως ότι δεν πρέπει; — Εξακολουθείς να φλυαρής, βλέπω, και ξεχνάς να αποκριθής· μα έλα, καλέ μου, κάμε αυτό που σου λέγω, και απάντησέ μου, αφού το ομολογείς πως είμαι σοφός. — Ας υπακούσω λοιπόν, αφού είναι ανάγκη, καθώς φαίνεται· εσύ είσαι ο κύριος, λοιπόν εις τας διαταγάς σου, ερώτα με. — Λέγε μου, εκείνα που εννοούν είναι όσα έχουν ψυχήν, ή εννοούν και τα άψυχα; — Όχι, εκείνα που έχουν ψυχήν μόνον. — Και μήπως ηξεύρεις κανένα λόγον, καμμίαν φράσιν, που να έχη ψυχήν; — Όχι, μα την αλήθειαν. — Πώς λοιπόν με ηρώτησες προ ολίγου: τι εννοεί η φράσις σου; — Τι άλλο, παρά θα έκαμα αυτό το λάθος, καθώς φαίνεται, από βλακείαν μου· ή μήπως δεν έκαμα λάθος, αλλά είναι και αυτό σωστόν, που είπα πως εννούν και οι λόγοι; τι λέγεις και συ, έκαμα λάθος ή όχι; διότι αν δεν έκαμα, ουδέ συ θα με εξελέγξης, με όλην σου την σοφίαν, ούτε θα ημπορέσης να κάμης τίποτε με αυτό που είπα· αν δε έκαμα λάθος, ουδέ τότε πάλιν θα έχης δίκαιον, αφού υπεστήριξες ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να απατηθή· και δεν θα ειπής βέβαια τώρα, ότι με αυτά που λέγω, αναφέρομαι εις πράγματα που έλεγες πέρυσι· αλλά μου φαίνεται, Διονυσόδωρε και Ευθύδημε, ότι αυτός ο λόγος μένει πάντοτε εις την θέσιν του, και ότι, όπως και άλλοτε, έτσι και τώρα, ενώ ρίπτει καταγής τους άλλους, πίπτει όμως και ο ίδιος· και αυτή δε η τέχνη σας δεν έχει εύρη ακόμη τρόπον, ώστε να μη συμβαίνη αυτό, αν και είναι τόσον πράγματι θαυμαστή διά την λεπτολογίαν της.

Ηξεύρεις, ότι κατήντησες τυραννική; Δεν θέλεις, λέγεις, να σου αναφέρω τα δυσάρεστα των Αθηνών, ούτε να ακονίζω την ευφυίαν μουευχαριστώ διά την φιλοφροσύνηνεις τας ελλείψεις της ελληνικής πρωτευούσης· τας γνωρίζεις, λέγεις, και επιθυμείς να τας λησμονήσης· δι' αυτό ίσα ίσα εταξείδευσες, διά να μη βλέπης το θέαμα των μικρών μας ασχημιών, και ν' ατενίζης μόνον μακρόθεν την Ελλάδα, ως ωραίον σκηνογράφημα, το οποίον δι' αυτό ακριβώς εζωγραφήθη, διά να βλέπεται μακρόθεν.

Τα λουτρά, ο κήπος, η οικοκυρά, και πλην αυτών η ωραιοτέρα βάρκα της Σύρου, ανήκον τότε εις τον άνθρωπον εκείνον, του οποίου μόνον το όνομα δεν ηδυνάμην να ενθυμηθώ. Επί τέλους όμως κατώρθωσα να ανεύρω και τούτο· — Ο Αργύρης Ζώμας! ανέκραξα τρίβων τους οφθαλμούς μου. — Όλος-όλος, απεκρίθη ο δυστυχής σπογγίζων τους ιδικούς του. — Και πώς κατήντησες εδώ;

Ζεστοκοπήσου, αν 'μπορής, 'ς το κρύο σου κρεββάτι. ΛΗΡ Και συτας θυγατέρας σου εχάρισες τα πάντα, ώστε κατήντησες εδώ; ΕΔΓΑΡ Ποίος θα τον ελεήση τον τρελλόν; Τον έκαμαν τα δαιμόνια κ' επέρασε φωτιαίς και φλόγες, ρευματιές και καταβόθραις, βάλτους και βούρκους. Του έβαλαν μαχαίρια κάτω από το προσκέφαλό του και σχοινιά κάτω από το στασίδι του . Του έρριξαν ποντικοφάρμακο μέσα εις το φαγί του.

Όμως ποντικοί κι άλλα των αλλών τώρα επτά χρόνια τρέφουν τον τρελλόν Φυλάξου από αυτόν, που με κυνηγά. Ησύχασε, δαιμόνιον! Σιώπα! ΓΛΟΣΤ. 'Σ αυτήν εδώ την συντροφιάν κατήντησες, αυθέντα; ΕΔΓΑΡ Είναι τρανός και φοβερός ο βασιλεύς του σκότους. Μοδόν τον λέγουν και Μαχού! ΓΛΟΣΤ. Αυθέντα, τα παιδιά μας, η σάρκα και το αίμα μας, επήραν κακόν δρόμον και κατατρέχουν τους γονείς!

Τότε εστάθη με προσοχήν και ήκουσε καθαρά ταύτα τα λόγια: «Ω σκληρά και ανελεήμων τύχη, που δεν με άφησες να χαρώ καν μίαν ώραν εις ευτυχίαν, και με κατήντησες εις την πλέον εσχάτην δυστυχίαν, αθλιέστερον από όλον το ανθρώπινον γένος, παύσε μίαν φοράν να με καταδιώκης, και δώσε μου ένα γρήγορον θάνατον διά να ελευθερωθώ από τόσους πόνους.

Στα σανδάλια της έχει ραμμένα ασημένια κουδουνάκια. Φαίνεται θυμωμένη. ΕΥΝΙΚΗ. Τι τρέχει; Μόλις γύρισες βρισιές και προστυχιά μας επλημμύρισες.. . . Ευνίκη, πως βγαίνεις μόνη στο Παλάτι τέτοιαν ώραν;. . . ΕΥΝΙΚΗ. Έτσι μ' αρέσει.. . . ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Θα κρυώσης.. . . ΕΥΝΙΚΗ. Για ξεφόρτωνέ με τώρα.. . . Πολύ σε νοιάζει, βλέπεις, αν κρυώσω. Τι ψεύτης που κατήντησες. Ως τόσο 'γώ τάμαθα!

Τότε δε γίνεσαι ολοφάνερος ότι δι' όλα αυτά δεν θέλεις να κατακρίνης τους θεούς ως αιτίους ένεκα της συγγενείας σου, παρασυρόμενος, όμως από κάποιον παραλογισμόν και συγχρόνως μη δυνάμενος να οργισθής κατά των θεών κατήντησες πλέον εις το πάθημα, ώστε να φρονής μεν ότι υπάρχουν, αλλά ότι περιφρονούν και αμελούν τα ανθρώπινα πράγματα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού με κατήντησες, ω Αιγυπτία; Ιδέ πώς αποκρύπτω από σου το αίσχος μου, στρέφων τα βλέμματα εις τα οπίσω, εις τας πράξεις εκείνας τας οποίας περιβάλλει η ατιμία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Συγχώρησε, συγχώρησε, ω άρχον, τα δειλιάσαντα πλοία μου! Ουδέποτε εφανταζόμην ότι ήθελες ακολουθήση.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν