United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ιδέτε όμως καλά, Ευθύδημε και συ Διονυσόδωρε, εάν είναι αλήθεια αυτό που μας είπατε και μην το ευρίσκετε, σας παρακαλώ, παράδοξον, αν το μεγαλείον των επαγγελιών σας με καθιστά κάπως άπιστον. — Να είσαι, μου απήντησαν, τελείως βέβαιος, Σωκράτη, ότι το πράγμα έχει όπως σου το είπαμεν.

Κατενθουσιασμένος από αυτήν του την διαβεβαίωσιν, — Ιδού λοιπόν, είπα, Ευθύδημε και Διονυσόδωρε, το ιδικόν μου παράδειγμα, πώς επάνω κάτω θα επιθυμούσα να είναι οι προτρεπτικοί διά την αρετήν λόγοι, αλλά ίσως κάπως ακατέργαστον και παρατραβηγμένον· τώρα όποιος από τους δύο σας θέλει ας κάμη το ίδιον, αλλά με όλους τους κανόνας της τέχνης· ή, αν δεν θέλετε αυτό, από εκεί που το άφησα εγώ, αναλάβετε να διδάξετε τον νέον, αν πρέπη να μάθη όλας τας επιστήμας, ή υπάρχει μία, που ημπορεί να τον κάμη άνθρωπον ενάρετον και ευτυχή, και ποια είναι αυτή· διότι, καθώς σας έλεγα και απ' αρχής, συμβαίνει να έχωμεν όλοι μας την ζωηροτέραν επιθυμίαν να γίνη αυτός ο νέος καλός και σοφός άνθρωπος.

Τότε εγώ εστράφηκα προς τον Κλεινίαν και του είπα·Διατί, φίλε μου, γελάς διά πράγματα τόσον σοβαρά και ωραία; Και αμέσως ο Διονυσόδωρος, — Μπα! και είδες ποτέ σου εσύ, μου είπε, Σωκράτη, κανένα πράγμα ωραίον; — Είδα, του απήντησα, και πολλά μάλιστα, Διονυσόδωρε. — Και αυτά αρά γε ήσαν διαφορετικά από το ωραίον, ή το ίδιο πράγμα με αυτό;

Λοιπόν και διά τους μεγάλους, έλαβε τον λόγον ο Ευθύδημος, ομιλούν μεγάλα και διά τους ζεστούς ζεστά; — Βεβαιότατα, απήντησεν ο Κτήσιππος, και διά τους κρύους κρύα, και λέγουν πως οι λόγοι των και οι ομιλίες των είναι κρύες. — Α, α, εσύ, βλέπω, Κτήσιππε, είπεν ο Διονυσόδωρος, ήρχισες τα πειράγματα και τας ύβρεις. — Κάθε άλλο, μα την αλήθεια! εγώ απεναντίας σε εκτιμώ πολύ, Διονυσόδωρε, αλλά σε συμβουλεύω ως φίλον και θέλω να εννοήσης ότι δεν πρέπει να λέγης εμπρός μου και με τόση αδιαντροπιά, πως εγώ επιθυμώ τον θάνατον ανθρώπων, που τους έχω καλύτερα και απ' τα μάτια μου.

Το παραδέχομαι βεβαία, και με όλα τα σωστά μου μάλιστα· ή μήπως τάχα εσύ αρνείσαι την ύπαρξίν της, Διονυσόδωρε; — Αι λοιπόν, εγώ σου λέγω. πως ποτέ δεν θα ημπορέσης να μου αποδείξης, ότι ήκουσες δύο ανθρώπους να αντιλέγουν ο ένας του άλλου. — Αλήθεια λες· αλλά ας το ακούσωμεν τώρα, αφού θα σου παρουσιάσω την ευγενεία μου τον Κτήσιππον, να αντιλέγη προς εσένα τον Διονυσόδωρον.

Εγώ υπώπτευσα που ήθελε να καταλήξη με την ερώτησίν του, εκεί όπου και πράγματι κατέληξε, και εζητούσα κάποιαν απηλπισμένην διέξοδον και καθώς ψάρι πιασμένο στα δίκτυα ήρχισα να τα γυρνώ για να ξεφύγω. — Όχι δεν έχω, του απήντησα λοιπόν, Διονυσόδωρε. — Αλήθεια; φαίνεται λοιπόν πως είσαι πολύ κακομοιριασμένος άνθρωπος και ούτε καν Αθηναίος, αφού δεν έχεις ούτε πατρώους θεούς ούτε δικάς σου θυσίας ούτε κανένα καλόν και ωραίον πράγμα.

Την αντιλογίαν λοιπόν, κύριε μου Διονυσόδωρε, μην την ονομάζης ύβριν· η ύβρις είναι όλως διόλου διαφορετικόν πράγμα. Επάνω εις αυτό του λέγει ο Διονυσόδωρος: — Και παραδέχεσαι τάχα εσύ, μ' αυτά που λέγεις, πως υπάρχει αντιλογία;

Αλλά τι λοιπόν; τον ηρώτησα. — Όλοι τα γνωρίζουν όλα, εφόσον γνωρίζουν και ένα μόνον πράγμα. — Δόξα νάχη ο θεός! τώρα το βλέπω, Διονυσόδωρε, πως ομιλείτε επί τέλους εις τα σοβαρά, και εισηκούσθησαν τέλος πάντων αι παρακλήσεις μου· αλήθεια λοιπόν τα γνωρίζετε όλα εσείς; την ξυλουργικήν παραδείγματος χάριν, την βυρσοδεψικήν; — Μάλιστα, μου απεκρίθη.

Μάλιστα, απήντησεν ο Διονυσόδωρος, ημπορεί να το αποδείξη και αυτό η τέχνη μας, Σωκράτη. — Ώστε δεν υπάρχει, Διονυσόδωρε, κανείς εις τον κόσμον που να ημπορή καλύτερ' από σας να προτρέψη τους ανθρώπους εις την φιλοσοφίαν και την καλλιέργειαν της αρετής; — Πράγματι, αυτό πιστεύομεν, Σωκράτη.

Αυτό απορείς; του είπα, αποπειρώμενος τώρα και εγώ να μιμηθώ την σοφίαν των, που τόσον επεθυμούσα να αποκτήσω. — Πώς να μην απορώ, μου είπε, και εγώ και όλοι οι άνθρωποι δι' ένα πράγμα που δεν υπάρχει; — Τι λέγεις, Διονυσόδωρε; το ωραίον δεν είναι ωραίον, και το άσχημον δεν είναι άσχημον; — Ναι, εάν μου φαίνεται εμένα. — Και δεν σου φαίνεται λοιπόν;