United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά εγώ φοβούμενος μήπως το πράγμα καταντήση εις πειράγματα και ύβρεις, επροσπάθησα πάλιν να καταπραΰνω τον Κτήσιππον και του είπα: — Σου επαναμβάνω πάλιν, Κτήσιππε, και σένα αυτά που έλεγα πριν και του Κλεινία· ότι δεν γνωρίζεις ακόμη την θαυμαστήν σοφίαν των ξένων μας· δεν θέλουν όμως να μας την επιδείξουν εις τα σοβαρά, αλλά μιμούνται τον Πρωτέα, τον Αιγύπτιον σοφιστήν, και μας απατούν με διαφόρους γοητείας.

Οι καρδιές τους κτυπούσαν τώρα πολύ κοντά η μια με την άλλη και κυττάζανε κ' οι δυο με γέλια και πειράγματα την κερένια κούκλα, που είχε τόσα κάλλη η καϋμένη και μόνο καρδιά δεν είχε. Ο Παύλος έδωκε ό,τι είχε στην Παυλίνα κ' εκείνη καθεμέρα του ζητούσε ένα καινούργιο χάρισμα. — Δος μου τα μάτια σου, Παύλο. Να είναι δικά μου και μόνο δικά μου και να μη βλέπουνε τίποτε άλλο στον κόσμο από μένα.

Ενόμιζε κανείς ότι επαινούσε την Σωσσάνδραν του Καλάμιδος και όχι την Θαΐδα, που την ξέρεις τι είνε, διότι την είδες πολλές φορές στο λουτρό. Και που να σου λέγω τι πειράγματα μου έκαμεν, η Θαΐς. Αν καμμιά άλλη, είπε, δεν ντρέπεται να φανή ότι έχει τις κνήμες σαν καλάμια, ας σηκωθή και ας χορεύση. Τι ήθελες τότε να κάμω, μητέρα; Εσηκώθηκα και εχόρεψα.

Αμή!... σαν δεν θέλετε να σας πειράζουν μην πειράζετε και σεις. Καμμιά φορά ένα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Είδα τόσα και τόσα στη ζωή μου! Από τέτοια αθώα πειράγματα εχάθηκε το παιδί ο Ανέστης, αλαφρό το χώμα του. Μωρέ παίδαρος μια φορά! δράκος μονάχος· σωστός ρούφουλας. Κ' εχάθηκε από ποιον; Από μια μύξα! ...Α! εκείνη τη φρίκη δεν θα μου τη βγάλη μήτε η πλάκα.

Διότι αν αφαιρέση κανείς από τα συμπόσια τους αστεϊσμούς τούτους, τα γελάσματα και τα σκώμματα, τα πειράγματα και τας αστειότητας, το υπολειπόμενον είνε μέθη και κόρος και σιωπή, πράγματα κατηφή και χωρίς τέρψιν, τα οποία ελάχιστα αρμόζουν εις συμπόσιον.

Και με τον λόγο ένωσε τη βελόνα δυνατώτερα στο πανί ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, σαν να εσούβλιζε τα φυλλοκάρδια του Κεφαλλωνίτη. Κάποια ανατριχίλα εφάνηκε να κυριεύη όλους, ναύτες και θερμαστές. Εκύταζε ο ένας τον άλλον με σοβαρότητα μελαγχολική, σαν να συνεννοούνταν πως αληθινά πρέπει ν' αφήσουν τα πειράγματα. Έπειτα όμως χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους.

Εγώ εγνώριζα πως ο πάππος μου ήταν ο καλήτερος βουτηχτής του καιρού του και συχνά έβγαινε στην άμιλλα με τους Καλιμνιώτες. Και ο πατέρας μου ήξευρα πως έκανε την ίδια τέχνη ως τη χρονιά που εχάθηκεν ο αδερφός του. — Δε μου λες μάνα· της λέγω το βράδυ που εγύρισα πίσω στο σπίτι, θυμωμένος από τα πειράγματα των συντρόφων μου. Γιατί ο πατέρας μου άφησε τέτοια εντολή στα παιδιά του;

Όταν δε εγώ ενόησα καλώς ότι ο Ερυξίας ήτο εις την κατάστασιν εκείνην και εφοβήθην μήπως συμβή μεγαλυτέρα αντιλογία και πειράγματα, είπον: Τούτον μεν τον λόγον πρότερον εις το λύκειον λέγων σοφός ανήρ Πρόδικος ο Κείος εφαίνετο εις τους παρόντας ότι φλυαρεί τόσον, ώστε να μη ημπορή κανένα από τους παρόντας να πείση ότι λέγει πράγματα αληθή, και τέλος και έν μειράκιον πολύ νέον και φλύαρον, το οποίον εκάθητο πλησίον, τον περιέπαιζε και τον εχλεύαζε και τον ετάρασσε, διότι ήθελε να του απαντά εις όσα του έλεγε• και όμως τούτο το μειράκιον πολύ περισσότερον ευηρέστει τους ακροατάς του παρά ο Πρόδικος.

Ακούοντας όμως του ναύτη τα λόγια επισωπάτησεν αλαφιασμένος, σαν να είδε το φίδι εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!... Τ' ήθελε ν' ανακατέψη τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· και η μάνα του έβαζε ταμπάκο και η αδερφή του. Μπορεί να είνε συνήθεια του τόπου.

Λοιπόν και διά τους μεγάλους, έλαβε τον λόγον ο Ευθύδημος, ομιλούν μεγάλα και διά τους ζεστούς ζεστά; — Βεβαιότατα, απήντησεν ο Κτήσιππος, και διά τους κρύους κρύα, και λέγουν πως οι λόγοι των και οι ομιλίες των είναι κρύες. — Α, α, εσύ, βλέπω, Κτήσιππε, είπεν ο Διονυσόδωρος, ήρχισες τα πειράγματα και τας ύβρεις. — Κάθε άλλο, μα την αλήθεια! εγώ απεναντίας σε εκτιμώ πολύ, Διονυσόδωρε, αλλά σε συμβουλεύω ως φίλον και θέλω να εννοήσης ότι δεν πρέπει να λέγης εμπρός μου και με τόση αδιαντροπιά, πως εγώ επιθυμώ τον θάνατον ανθρώπων, που τους έχω καλύτερα και απ' τα μάτια μου.