Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Μα η Κερά Ελέγκω δεν ήξερε καμώματα. Ζωή σε λόγου σας!-χαιρέτησε καθώς μπήκε μέσα η Χαρζανοπουλίνα· και βλέποντας τη Λιόλια που δίπλωνε τα ρουχαλάκια της, γιάλισαν τα μάτια της και είπε: Και για που τόβαλε το καλό το κορίτσι; Βλέπω και μαζεύεις τα ρουχαλάκια σου! Την παίρνω σπίτι μαζί μου. . τώρα πια τι δουλειά έχει εδώ! αποκρίθηκε πικαρισμένη, η θεια Ελέγκω, χωρίς να γυρίση να κυττάξη. Αμή βέβαια! καλά κάνεις!
— Αμή δεν αρρώστησε η γυναίκα του; Αυτά είνε διά να τα πιστεύετε σεις οι άνδρες· εμένα όμως δεν με γελά η κυρά Σουσαμάκαινα, κ' έννοια της. Φαντάζομαι εγώ τι θα έτρεξε μεταξύ των· θα τσακώθηκαν πάλι, καθώς συμβαίνει τακτικά μιαν φοράν την εβδομάδα τουλάχιστον, και το τσάκωμά τους ξέσπασε ΄ς το κεφάλι μας αυτήν την φοράν.
Καλέ τι γατί 'ναι τούτο ; ! Δε μου το πιάνει εμένα το μάτι μου ! δεν είναι για ζωή ! Μπά- μπα-μπα-μπά- μπα ! Αμή λίγο τόχεις ; ποιός ξέρει με τι φόβους και τι καρδιοχτύπια σπάρθηκε. Για στάσου ! πότε πέθανε η Βεργινία ; Είχε δώδεκα ο Μάρτης.
Όταν ήκουσε τον δούλον να του λέγη ότι ο πλούσιος εκείνος τον προσκαλεί εις το συμπόσιόν του, το πράγμα του εφάνη απίστευτον, και νομίζων ότι ο δούλος του πλουσίου τον περιπαίζει, του λέγει με θυμόν «ύπαγε εις το καλόν και συ και ο αυθέντης σου· δεν με φθάνει ο κόπος μου και η δυστυχία μου, αμή ήλθες και συ να με περιγελάς; ύπαγε να καλέσης τους πλουσίους και ομοίους του αυθέντου σου και μη με πειράζης και συ σιμά εις τους άλλους μου κόπους και δυστυχίας».
Ψωμί έχομε ολίγο . . . δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί. — Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα κρύβεις; — Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω. — Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις ύψος τους βραχίονας. — Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι; — Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι!
Αμή!... τον καιρό που εγώ αρμένιζα τα πέλαγα εσείς δεν ήστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα σας!... Γεροντομπασμένος ο βασιλιάς του Λιβόρνου δεν έχει πλέον όρεξι για τιμές, δεν έχει χέρι για σκήπτρο. Σάρακας τα χρόνια τον έρριξαν στα γηρατειά· τα γηρατειά σαπίλα ενέκρωσαν τις φιλοδοξίες. Χιόνι βρέχει στον Όλυμπο!
— Ρε τι λες; μου κάνει· είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Αμή!.. επήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα και θα κάνουμ' εμείς; — Γιατί όχι; είμαστ' αδέξοι εμείς! Έπειτα — άκου να σου ειπώ — εκείνοι επήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι' απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά; — Μωρέ κύτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου λέγει τέλος ο καπετάνιος. Δεν απελπίστηκα.
Πού να τους εύρη εκεί κάτω; Εφρόντιζε με το συχνοβούτημα των ζωντανών ν' αναπληρώση τους νεκρούς. Δος του λοιπόν βουτιά στη βουτιά. Ατμός η μηχανή. Κ' έτσι όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος· όλο γρίνια και φωνές: — Διαβολόσπορε!... Δούλευε το σταυρό σου! . . . Μέσα το θεό σου κεραταΐμ — κερατά! Αμή!... τις άγκουρες ήξερες να τις πετάς σαν χαλίκια, στους βιολιτζήδες!
Αμή!... σαν δεν θέλετε να σας πειράζουν μην πειράζετε και σεις. Καμμιά φορά ένα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Είδα τόσα και τόσα στη ζωή μου! Από τέτοια αθώα πειράγματα εχάθηκε το παιδί ο Ανέστης, αλαφρό το χώμα του. Μωρέ παίδαρος μια φορά! δράκος μονάχος· σωστός ρούφουλας. Κ' εχάθηκε από ποιον; Από μια μύξα! ...Α! εκείνη τη φρίκη δεν θα μου τη βγάλη μήτε η πλάκα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν