United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες τον αγριοκοίταξε κι' απάντησε ο Δυσσέας «Τι λόγο σού ξεστόμισαν, τ' Ατρέα γιε, τα χείλια; 350 Πώς τάχα λες αναμελάω τη μάχη; Σα μετρούνε τις σπάθες τους οι Δαναοί με των οχτρών τις σπάθες, θα δεις, αν θες κι' αποθυμάς, τον ξακουστό Δυσσέα τους πρώτους να καταπιαστεί των αλογάδων Τρώων στήθος με στήθος... Μον εσύ πετάς χαμένα λόγια355

Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώραάνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390 ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο

ΠΡΟΣΠ. Το λησμόνησες. και τώρα σου φαίνεται βαρύ να πατής την άμμο του πικρού πελάου, να πετάς αγνάντια στον δριμύν βορεινόν αέρα, να μου κάνης δουλειά μέσα στες φλέβες της γης, όταν την καίη το πάγος. ΑΡΙΕΛ. Όχι, κύριε. ΠΡΟΣΠ. Ψέμματα, πονηρό πράμμα. Λησμόνησες την μιαρή στρίγλα, την Συκόρακα, η οποία από τα γεράματα και από τον φθόνο είχε καταντήσει κουλούρα; την ελησμόνησες; ΑΡΙΕΛ. Όχι, Κύριε.

Μπορεί να βρεθή μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταίνεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι. Άκουσα και πως αγαπάς να κάνης πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμης και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρης τις καρδιές που στενάζουν, — όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρης.

Μην τα πετάς τα μήλα σου, φέρε τατην ποδιά σου. Φέρε τα καιτον κόρφο σου για να τα φάμε αντάμα. Έλατην πέρα την πλαγιά, πούν' η πολλές η λεύκες Και τα ρουπάκια τα ψηλά, οπώχω το μαντρί μου Και στάνη και παραστάνη, να ιδής τα κρύα νερά μου, Και τες χλωρές μου τες βοσκές. Έλα να ιδής, βοσκούλα, Τα ισκιερά τα ορμάνια μου.

Από μικρό κι' απ' άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου, Παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι' αγέρα Κι' απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια Και μέσ' 'ς τα σύγνεφα πετάς, μέσ' 'ς τα βουνά ανεμίζεις· Φωλιάζεις μέσ' 'ς τα κράκουρα, συχνομιλάς με τάστρα, Με την βροντή ερωτεύεσαι, κι' απιδρομάς και παίζεις Με τάγρια αστραποπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν Του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.

Πού να τους εύρη εκεί κάτω; Εφρόντιζε με το συχνοβούτημα των ζωντανών ν' αναπληρώση τους νεκρούς. Δος του λοιπόν βουτιά στη βουτιά. Ατμός η μηχανή. Κ' έτσι όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος· όλο γρίνια και φωνές: — Διαβολόσπορε!... Δούλευε το σταυρό σου! . . . Μέσα το θεό σου κεραταΐμκερατά! Αμή!... τις άγκουρες ήξερες να τις πετάς σαν χαλίκια, στους βιολιτζήδες!

'Μπορεί από το δέρμα σου να 'δούμε μια διφθέρα, σαμούρια, γούναις, στρώματα, παπλώματα, καπόταις; 'μπορείς καθώς τον κόκορα μονάχα σε μια 'μέρα να χωρατεύης μ' εκατό τριάντα πέντε κόταις; 'Μπορείς και συ να χώνεσαι 'στης τρύπαις σαν ποντίκι, ή να πετάς σαν κότσυφας, σαν σπίνος, σαν ορτύκι; 'μπορείς ποτέ τα όσα τρως, βρε άνθρωπε τεμπέλη να τα μασσάς σαν μέλισσα και να τα βγάζης μέλι;

Του παγωνιού το λόγιασμα επήρες και στολνιέσαι· Το κυπαρίσσι σ' έμαθε τόσο ίσιγα να σιέσαι. Σαν το γεράκι ελεύτερη πετάς στο σήκομά σου. Σαν περδικούλας του βουνού είν' το περπάτημά σου. Πού να σταθής, πού να βρεθής, χαροκοπάν οι τόποι, Και ξωτική βασίλισσα εσέ τηράν οι αθρώποι.

Αλλά διατί είσαι δυστυχής; τι σου λείπει; σε πρώτην χαιρετά η ηώς, και της πρωινής αύρας την πνοήν συ πρώτη ηδονικώς αναπνέεις. Ανεξάρτητος είσαι προσέτι, και όπου θέλεις πετάς. Στενάζει η Αηδών και απαντά: — Αλλοίμονον! ανεξαρτησία είνε της ψυχής, και ουχί του σώματος αι πτέρυγες.